Οι αντιφρονούντες της τουρκικής λογοτεχνίας» | ||||
|
Βιβλιοκριτική: The Athens Reviw of Books, Ιούλιος-Αύγουστος, 2014, τεύχος 53. Ογιά Μπαϊντάρ (Oya Baydar), (μετάφραση από τα τουρκικά της Νίκης Σταυρίδη, Erguvan Kapısı), Ξυλόκερκος Πόρτα, Εκδόσεις Κονιδάρη, 683 σελίδες.] Από: Ηρακλή Μήλλα Οι αντιφρονούντες της τουρκικής λογοτεχνίας
Την Ξυλόκερκο Πόρτα την διάβασα δέκα χρόνια πριν στο πλαίσιο δύο παρουσιάσεων μου σε δύο συνέδρια σχετικά με την τουρκική λογοτεχνία. Πρέπει να ομολογήσω ότι τότε δεν μπόρεσα ούτε να απολαύσω ούτε να εκτιμήσω το βάθος αυτού του μυθιστορήματος. Εγώ τότε έψαχνα να βρω τους έλληνες μέσα στο μυθιστόρημα και να διαπιστώσω πώς αυτοί παρουσιαζόταν. Τα δύο συνέδρια που θα έπαιρνα μέρος είχαν ως θέμα τα εθνικά στερεότυπα, τις προκαταλήψεις και τις εικόνες του «Άλλου». Όταν ψάχνεις να βρεις κάτι συγκεκριμένο δεν προσέχεις τα υπόλοιπα. Οι εξειδικευμένες έρευνες φέρνουν στο φως πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα αλλά προσπερνούν ότι δεν έχει σχέση με το θέμα. Έτσι και εγώ δεν χάρηκα την Ξυλόκερκο Πόρτα στην πρώτη ανάγνωση. Όμως εκτίμησα πολύ αυτά που διαπίστωσα τότε, δέκα χρόνια πριν, στα μυθιστορήματα και διηγήματα της Ογιά Μπαϊντάρ.[1] Χάρηκα επειδή η Ογιά είναι φίλη από τη δεκαετία του 1960 όταν και οι δύο, πολύ νέοι, ήμασταν μέλη στο σοσιαλιστικό Τουρκικό Εργατικό Κόμμα (ΤΙΡ) και η Ογιά μετά από σαράντα περίπου χρόνια δεν με απογοήτευσε. Δεν υπάρχουν στερεότυπα και εθνικές προκαταλήψεις στα κείμενά της. Οι Έλληνες είναι «φυσιολογικοί» και απεικονίζονται ρεαλιστικά χωρίς υπερβολές ή διαστρεβλώσεις. Ο Τέο (Θεόδωρος) π.χ., ο οποίος είναι ένας από τους πρωταγωνιστές στην Ξυλόκερκο Πόρτα, είναι ένας από «μας», δεν είναι ο «Άλλος». Όπως προσπάθησα να δείξω σε μια έρευνα μου σχετικά με το τουρκικό μυθιστόρημα[2] οι τούρκοι λογοτέχνες, τουλάχιστον πολιτικά και ιδεολογικά, μπορούν να ταξινομηθούν σε διάφορες κατηγορίες: Σε οθωμανιστές, εθνικιστές, σε διαβαθμίσεις ισλαμιστών, σε μαρξιστές, σε ανθρωπιστές κ.α. Στην Ελλάδα γνωρίζουμε καλύτερα τους τελευταίους, αυτούς που ονόμασα «ανθρωπιστές» για δύο λόγους που δεν είναι ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο: πρώτον δεν μας ενοχλούν με εθνικά στερεότυπα και με ιδεολογική εμπάθεια, και δεύτερο, αυτοί οι συγγραφείς ξεχωρίζουν διεθνώς ως οι καλύτεροι της Τουρκίας. Ο Ορχάν Παμούκ, η Ελίφ Σαφάκ, ο Αχμέτ Ουμούτ και τόσοι άλλοι ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Είναι πολλοί οι «ανθρωπιστές» αλλά δεν αποτελούν την πλειοψηφία. Οι άλλοι δεν εμφανίζονται στην ελληνική αγορά βιβλίων, και αυτό δεν είναι μεγάλη απώλεια, εκτός του ότι δεν έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα του τουρκικού μυθιστορήματος. Οι «ανθρωπιστές», όπως μπορεί να διαπιστώσει ο κάθε αναγνώστης, είναι ταυτόχρονα και πολιτικά αντιφρονούντες. Παραδοσιακά οι καταβολές τους σχετίζονται με τα αριστερά κινήματα και ορισμένοι προσδιορίζονται και σήμερα ως «αριστεροί», με ότι πλέον αυτός ο όρος μπορεί να σημαίνει στις μέρες μας. Η Ογιά έζησε χρόνια στο εξωτερικό αυτοεξόριστη για πολιτικούς λόγους. Το 1986 ήρθε στην Ελλάδα, ως η πλησιέστερη χώρα της πατρίδας της, και θυμάμαι ότι μια ηλιόλουστη μέρα του Ιουλίου καθίσαμε σε μια ταβέρνα στην Πλάκα. Αυτοεξόριστοι φίλοι συγγραφείς όπως ο Ντεμίρ Οζλού και Νεντίμ Γκουρσέλ έκαναν τότε το ίδιο: ερχόταν στην Ελλάδα, για να γιατρέψουν μια νοσταλγία για το σπίτι τους στο οποίο δεν είχαν πλέον πρόσβαση. Οι αντιφρονούντες «ανθρωπιστές» τούρκοι συγγραφείς καταπολέμησαν διάφορα ταμπού. Αποστασιοποιήθηκαν από τον εθνικισμό και την ξενοφοβία. Δεν ταυτίστηκαν με το κράτος και τις πολιτικές του. Δεν δημιούργησαν στερεότυπα και προκαταλήψεις σχετικά με την Δύση. Δεν παρουσίασαν τον Δυτικό κόσμο ως τον αποδιοπομπαίο τράγο και αιτία όλων των δεινών. Δεν πρέπει να μας διαφύγει επίσης ότι ορισμένοι συγγραφείς που αυτοαποκαλούνται «αριστεροί» διαφέρουν από αυτούς που αποκαλώ «ανθρωπιστές». Ορισμένοι «αριστεροί» διοχέτευσαν την ξενοφοβία τους προς την Δύση με ένα αντι-ιμπεριαλιστικό λόγο και στην πράξη μοιάζουν πολύ με τους εθνικιστές.. Η Ογιά Μπαϊντάρ δεν είναι μια τέτοια κρυπτο-εθνικίστρια. Είναι μια αριστερή που έζησε την απογοήτευση αλλά που δεν αναζήτησε την λύτρωση στην τρομοκρατία και στις δολοφονίες. Το βασικό χαρακτηριστικό των αντιφρονούντων ανθρωπιστών συγγραφέων είναι ότι αναγνώρισαν τις αδικίες, τις παρανομίες και τις βιαιότητες που υπέστησαν όσοι θεωρήθηκαν «ξένοι» ή «εχθροί» στην Τουρκία: οι Αρμένιοι, οι Ρωμιοί, οι Κούρδοι, οι αριστεροί, οι Αλεβίτες, οι ισλαμιστές, κ.α. Ήδη στις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος η Ογιά αναφέρει τον «φασιστικό» φόρο περιουσίας (Βαρλίκ) και τα «Σεπτεμβριανά», δηλαδή τις βιαιότητες κατά των Ρωμιών (σ.42). Αλλά στην Ξυλόκερκο Πόρτα παρατηρούμε και την υπέρβαση ενός άλλου ταμπού που συχνά δεν το προσέχουμε. Στο τουρκικό μυθιστόρημα - αλλά και στο ελληνικό παρατηρούμε το ίδιο φαινόμενο – όταν προκύπτει μια σχέση έρωτος μεταξύ μελών των δύο εθνοτήτων, ελλήνων και τούρκων, ο κανόνας είναι ότι η γυναίκα του «άλλου» ερωτεύεται τον «δικό μας» άνδρα. Υπάρχουν δεκάδες τέτοιες περιπτώσεις στα τουρκικά και ελληνικά μυθιστορήματα, αλλά και στις ελληνικές και τουρκικές ταινίες.[3] Υπάρχουν ελάχιστες εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα και σχεδόν όλες παρατηρούνται σε μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν μετά το 2000. Βέβαια στην ζωή δεν ισχύει αυτός ο «περιορισμός»: ο έρωτας υπερβαίνει τα εθνικά στερεότυπα και τις προκαταλήψεις. Στην Ξυλόκερκο Πόρτα ο Κωνσταντινουπολίτης Θεόδωρος (Τέο) έχει μια ερωτική σχέση με την Ουλκιού. Η Ουλκιού είναι μεγαλύτερή του. Αλλά και η νεαρή Ντερίν έλκεται από τον Τέο. Αυτή η υπέρβαση του σεξουαλικού ταμπού μπορεί να μην γίνει αντιληπτή από τον έλληνα αναγνώστη επειδή έχει συνηθίσει (έχει εθιστεί) να διαβάζει στα ελληνικά ότι «η ωραία τουρκάλα ερωτεύτηκε κάποιον έλληνα». Το επισημαίνω γιατί είναι μια σπάνια σκηνή στον τουρκικό λογοτεχνικό λόγο. Τέσσερις είναι οι βασικοί ήρωες του μυθιστορήματος. Ανέφερα ήδη τους τρεις. Τον Τέο, την Ουλκιού και την Ντερίν. Ο Τέο είναι αρχαιολόγος και προσπαθεί να εξιχνιάσει ένα μυστήριο, κάποια Ξυλόκερκο Πόρτα, που έχει σχέση με το Βυζάντιο. Η Ντερίν προσπαθεί να λύσει το μυστικό που κρύβει η δολοφονία του πατέρα της, του ηγετικού κρατικού στελέχους που καταδίωκε τους αριστερούς αντάρτες των πόλεων. Η Ουλκιού είναι μια πρώην αριστερή ακτιβίστρια που βίωσε όλες τις απογοητεύσεις της γενιάς της σχετικά με την κατάρρευση του κομμουνιστικού οράματος. Ο Κερέμ Αλί, ο τέταρτος πρωταγωνιστής, είναι ένας νέος, μέλος μιας παράνομης επαναστατικής οργάνωσης. Αυτοί οι τέσσερις ήρωες εμπλέκονται σε πολυδιάστατες σχέσεις και σε διαδοχικά κεφάλαια αφηγούνται με την σειρά τους, τα γεγονότα, τις σκέψεις τους και ειδικά τα αισθήματά τους. Βέβαια υπάρχουν και οι συγγενείς και οι φίλοι των προαναφερόμενων. H πρώτη αίσθηση είναι ότι διαβάζετε ένα μυθιστόρημα μυστηρίου. Μετά βλέπετε ότι συναντάτε άγνωστες πτυχές της τουρκικής κοινωνίας, ειδικά την ζωή των εύπορων και διανοούμενων από την μία και των νέων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, αυτών που ήρθαν από την φτωχή Ανατολία. Μετά καταλαβαίνετε ότι μέσα από την μάλλον αυτοβιογραφική αφήγηση της Ογιά ζείτε την ταραγμένη και τραγική ιστορία των τριών τελευταίων δεκαετιών της Τουρκίας. Βλέπετε πόσο διαφορετικά λειτούργησαν οι κοινωνικές συγκρούσεις σε αυτό το τοπίο. Πόσο εύκολα έρχετε ο θάνατος, κάποτε ως τρομοκρατική βία, άλλοτε ως κρατική καταστολή και άλλοτε ως αποτέλεσμα μιας απεργίας πείνας η οποία δεν διαφέρει από μια θρησκευτική τελετή. Και διαβάζοντας έχετε την αίσθηση ότι εισχωρείτε στα άδυτα ενός άλλου κόσμου. Αλλά κάποια στιγμή προς το τέλος υποψιάζεστε ότι διαβάζετε ένα μυθιστόρημα μιας απόλυτης αγάπης. Το πάθος μπορεί να είναι για μια ταυτότητα που δίνει έννοια στην ζωή ή μπορεί να είναι για μια αγάπη της μάνας που χάνει το γιό της. Όλοι πιστεύουν ότι η Γκιούλνταλου, μια νέα γυναίκα, λιώνει αργά και πεθαίνει στην απεργία πείνας για πολιτικούς λόγους, αλλά ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι πέθανε για την αγάπη της. Θέλει να την αναγνωρίσει ο αγαπημένος της που βγήκε στα βουνά στο αντάρτικο, ή για να είναι κοντά του αν έχει ήδη πεθάνει. «Ο θεός στον οποίο είχε θυσιαστεί δεν ήταν του πολέμου αλλά του έρωτα» λέει η Ντερίν. (σ. 564). Υπάρχει ένας εραστής που θεοποιείται και αναζητείται η ένωση με αυτόν, θα έλεγα εγώ.
Τελικά είναι όλα αυτά η Ξυλόκερκος Πόρτα: Ένα μυστήριο που μπορεί να μην είναι τίποτε άλλο από την ύπαρξη μας, μια αναζήτηση κάποιας αλήθειας που μπορεί να μην υπάρχει, ένας αλύπητος πολιτικός αγώνας που προκαλεί πολύ πόνο και που φτάνει στο πουθενά, μια αγάπη που δεν μας σώζει, και όλα αυτά ως μια αυτοβιογραφική ζωντανή αφήγηση. Η δε μετάφραση της Νίκης Σταυρίδη, πιστεύω όχι μόνο λόγω της απόλυτης γνώσης των τουρκικών αλλά και της τουρκικής κοινωνίας και πραγματικότητας, μας παρέχει την δυνατότητα μιας αβίαστης ανάγνωσης που δεν έχει καμιά οσμή μετάφρασης. Οι υποσημειώσεις τις μας βοηθούν να παρακολουθήσουμε τα συμβάντα που εξελίσσονται σε μια «διαφορετική» από την δική μας χώρα.
Παραθέτω μια ομολογία που δηλώνει τα αισθήματα μιας πρώην επαναστατημένης και νυν συνειδητοποιημένης πλέον γενιάς - και της Ογιά προφανώς:
«Τριάντα χρόνια πριν… ήμουν ερωτευμένη, επαναστάτρια, είχα ελπίδες, όλα αυτά μαζί. Ήταν τόσο το πάθος μου, ώστε μπορούσα χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό να θυσιάσω είτε την επανάσταση για τον έρωτα είτε τον έρωτα για την επανάσταση. Αυτή είναι η ουσία που έχω χάσει. Όχι, δεν είναι γεράματα, είναι να έχεις χάσει την ελπίδα και το μέλλον, η αίσθηση ότι τα έχεις ζήσει όλα κι έχεις βαρεθεί και μπαφιάσει μ’αυτή την ατελείωτη επανάληψη... Χάνεις την πίστη σου για τη ζωή, για τον άνθρωπο, για το μέλλον. Τι άλλο ήταν η επαναστατικότητα και ο έρωτας αν δεν ήταν όλα αυτά; Και τι άλλο είναι τα γεράματα αν δεν είναι αυτό;» (σ.451)
Το μυθιστόρημα τελειώνει με μια αναφορά και μερικούς στίχους από ένα ταγκό. Τί πιο νοσταλγικό από ένα παλιό τουρκικό ταγκό της δεκαετίας του 1950 και ένα τραγούδι για μια αγάπη που χάθηκε; «Να μπορούσα να της μιλήσω με τον ήχο του βιολιού.» Νομίζω ότι η αγάπη, εδώ για την Ογιά είναι κάτι παραπάνω από την αγάπη για τον αγαπημένο/ την αγαπημένη. Το αίσθημα που εγώ αποκόμισα είναι ότι η Ογιά θλίβεται για το όραμα που αγάπησε, για ένα πιστεύω που αποδείχτηκε όνειρο. Ή μάλλον ένα όνειρο που στην πορεία μετατράπηκε σε έναν εφιάλτη και που κόστισε πολλές ζωές και απογοητεύσεις. Το παλιό ταγκό δεν είναι τυχαίο, εμπεριέχει το πάθος, τη λαχτάρα, την αγάπη, αλλά και την θλίψη και τον πόνο. Όπως κάθε ταγκό και κάθε όνειρο που χάνεται. *** [1] Τότε είχα μελετήσει τα εξής: Elveda Alyoşa (Αντίο Αλιόσα, διηγήματα, 1991), Hiçbiryer’e Dönüş (Επιστροφή στο Πουθενά, 1998) και Erguvan Kapısı (Ξυλόκερκος Πόρτα, 2004). [2] Βλ. Εικόνες Ελλήνων και Τούρκων, σχολικά βιβλία, ιστοριογραφία και εθνικά στερεότυπα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2001. [3] Βλ. Μήλλας Ηρακλής. Εικόνες Ελλήνων και Τούρκων - σχολικά βιβλία, ιστοριογραφία, λογοτεχνία και εθνικά στερεότυπα, Aθήνα: Aλεξάνδρεια, 2001 (+2002), σς: 241, 263, 270-271. Και Μillas, H. “Les Romans, Les Femmes et Les Relations Gréco-Turques”, [Τα Μυθιστορήματα, οι Γυναίκες και οι Ελληνοτουρκικές Σχέσεις» , στο Nancy: Genese/Oluşum, Αύγουστος 1999 (No. 60-61), |