ΤΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΤΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ | ||||
|
Του Ηρακλή Μήλλα, Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, ΕΛΙΑ, 1999 ΤΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΤΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ Μετά την Άλωση (1453) η οθωμανική διοίκηση επιδίωξε την ενίσχυση του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης με μουσουλμάνους και χριστιανούς. Έκτοτε και ώς την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1925 η Πόλη υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα αν όχι το μεγαλύτερο κέντρο του ελληνισμού. Στον 18ο και 19ο αι. οι Έλληνες αποτελούσαν περίπου το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού και στις αρχές του 20ου αριθμούσαν περίπου διακόσιες χιλιάδες. Οι άποικοι ανάλογα με τον τόπο της καταγωγής τους εγκαταστάθηκαν αρχικά σε συγκεκριμένες συνοικίες της Κωνσταντινούπολης: στον Γαλατά οι Δωδεκανήσιοι, στα Ταταύλα οι Χιώτες και οι Μανιάτες, στην ενορία του Αγίου Γεωργίου οι Ηπειρώτες, στο Κοντοσκάλι οι Μυτιληνιοί, στα Ψωμαθιά οι Καππαδόκες (τουρκόφωνοι Καραμανίτες), κ.ο.κ. Γύρω στο Φανάρι συγκεντρώθηκαν πυρήνες από βυζαντινές οικογένειες. Η ιστορία των «γλωσσών» της Κωνσταντινούπολης εμφανίζεται σαν μια μικρογραφία της ιστορίας της Ελληνικής γλώσσας. Το Πατριαρχείο ακολουθεί κατά κανόνα τη λόγια παράδοση και διαμορφώνει την ιδιότυπη γλώσσα της εκκλησιαστικής γραφειοκρατίας. Μολονότι γενικά η πολιτική αριστοκρατία ευνοούσε την καθιέρωση της καθαρεύουσας στην εκπαίδευση, αρκετοί αξιολογότατοι εκπρόσωποι της φαναριώτικης λογιοσύνης στάθηκαν ένθερμοι οπαδοί του δημοτικισμού. Το ιδίωμα που μιλούσε ο απλός λαός (τα πολίτικα) συγκροτήθηκε ώς τα τέλη του 19ου αι. από στοιχεία των βορείων και νοτίων ιδιωμάτων με λόγιες προσμίξεις και με επιδράσεις (στο λεξιλόγιο κυρίως) της Τουρκικής και δυτικών γλωσσών (Γαλλικής και Ιταλικής). Χαρακτηριστικά του πολιτικού ιδιώματος είναι: η σύνταξη των ρημάτων αρέσω, λέγω, δίνω με αιτιατική προσώπου: σε λέγω (σε το είπα, τον λέω) ότι δεν θέλω, η έρρινη προφορά των μη, ντ, γκ, η έντονη προφορά (οι φθόγγοι λ, το, τζ προφέρονται εντονότερα και πλησιέστερα με τα αντίστοιχα τουρκικά l, ç, c), ενίοτε το ρήμα εμφανίζεται στο τέλος της φράσης (πιθανώς τουρκική επίδραση): η Μαρία ωραία είναι. Ορισμένες λέξεις έχουν διαφορετική σημασία απ' ό,τι στην κοινή Νεοελληνική. Όσες από αυτές είναι δάνεια από τα τουρκικά διατηρούν την αρχική σημασία τους: κουμάσι: ύφασμα, νταβατζής: μηνυτής, πεζεβέγκης: μαστρωπός, ρουσφέτι: δωροδοκία, σαμπουκάς: πταίσμα, ταράτσα: μπαλκόνι, τσακμάκι: αναπτήρας, χαβούζα: πισίνα, χαϊβάνι: ζώο, χαμούρι: ζυμάρι. Ορισμένα δάνεια από την Ιταλική και Γαλλική που δεν ευδοκίμησαν στην κοινή διατηρούνται στα πολίτικα: αμπούλα: λάμπα, αρτίστας: ηθοποιός, γκαραντί: εγγύηση, καμπαρέ: δίσκος σερβιρίσματος, μαρρόν: καφέ, οκαζιόν: ευκαιρία, ραπόρτο: έκθεση. Πολίτικους ιδιωματισμούς αποτελούν οι λέξεις: τζιέρι: συκώτι, καρακόλι: αστυνομικό τμήμα, κιομουρλούκι: ανθρακαποθήκη, τζιτζί: παιχνίδι, συνταξιώτης: συμμαθητής, τσιγαροπιατάκι: τασάκι, ο στόμας: το στόμα, ο λουτρός: το λουτρό. Διατηρούνται επίσης αρκετοί αρχαϊσμοί: η όρνιθα, ο πετεινός. *
— Δημητρό, μη με συγχύζεις! Μη με συγχύζεις, είπα, το κατάλαβες; Α.' — Χαρίκλεια. Έμενα διές. Νοτιά φυσά σήμερα. Σαρδέλα πολλή θα πέσει.1 Να πάρεις να την κάνεις στη σχάρα. Άμα, να την τυλίξεις σε κληματόφυλλα. — Άντε, μωρέ Ταρνανά, ψήσ' τονα έναν καφέ τον αδικιωρισμένο. Τάκα - τάκα τό τζάμι.2 — Έλα, έλα... Γκελ μπρε!3 Διές τονα. Σαλόζης4 είναι, τι διάβολο, και δεν καταλαβαίνει; Ανοίγει το τζάμι: — Έλα μωρέ, οντούν1 καφαλή. Πολύ χαϊβάνι ήτανε τούτος ο μπεχτσής.7
Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα, Αθήνα 1979, α. 41,96.123.
1. Το ρήμα στο τέλος (τουρκική επίδραση στη σύνταξη) 2. το παράθυρο 3. επιφώνημα βρε 4. σαχλός 5. οντούν καφαλή: 'ξύλινο κεφάλι, δηλαδή βλάκας 6. ζώο 7. δημόσιος νυχτοφύλακας *
—Νάτος! ανεφώνησε. Να ο Μοσκώβ-Σελήμ, που σε λέγω... —Σε φαίνεται παράξενον, είπεν εκείνος, διότι δεν γνωρίζεις την ιστορία μου. Γ. Βιζυηνός, Ό Μοσκώβ-Σελήμ, Νεοελληνικά Διηγήματα, Αθήνα 1986, σ. 205,211. Η σύνταξη του ρήματος (λέγω, σε φαίνεται) με αιτιατική προσώπου είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του πολιτικού ιδιώματος.
* Και, διές εσύ! Ίσα ίσα εκείνο το μήνα, που εγύρισεν η γιαγιά σου από τη Γερουσαλή με το σχωροχάρτι, εκείνο το μήνα εκακοψυχούσα τήν Αννιώ. Κάθε λίγο και ληγάκι έφώναξα τή μανίτσα. -Ελα δά, κυρά, νά διούμε· κορίτσι είναι; Και είχαμε πια τήν Άννιώ σαν τα μάτια μας. Και έζουλευες έσυ, και έγινες του θανατά άπό τή ζούλια σον. Γ. Βιζυηνός. «Το αμάρτημα της μητρός μου» Νεοελληνικά Διηγήματα, Αθήνα 1986, σ. 24 «Το Αμάρτημα της Μητρός μου» (1883) του Γεωργίου Βιζυηνού (1849-1896) είναι κατά τον Λίνο Πολίτη «το πρώτο καθαυτό νεοελληνικό διήγημα». Η γλωσσά της αφήγησης είναι βέβαια η καθαρεύουσα, αλλά οι σπινθηροβόλοι διάλογοι είναι γραμμένοι σε μια ρωμαλέα δημοτική χρωματισμένη με πολιτικούς ιδιωματισμούς, όπως διές: δες, ζούλια: ζήλια.
* Εγώ μονάχα ήξερα τα χούγια1 τον, εμένα μονάχα άφηνε να του κάνω δουλειά ή να τον ζωγραφίζω τις μουστάκες ή ακόμα να τον σεριανάω2 σα δούλευε... Σαν τύχαινε και κόβαμε (3) στο σπίτι καμιά κούρκα,(4) του 'φερνα μια φούχτα από τα φτερά της και τον παρακαλούσα: — Μπάρμπα, φτιάξε ήμου μιαν όμορφη τσαπαρού!5... Από μέσα κι απέξω συγκοινωνούσε ο καϊχανάς (6) με τ' αρχοντόσπιτα που σκύβανε απ' το σέτι7 να καθρεφτιστούν στην παραλία. Δεξιά ανέβαιναν οι σκάλες που έβγαζαν στο κιόσκι.(8)
Μενέλαος Μαυρίδης, Ή σιδερένια βάρκα, Αθήνα 1965, σ. 13. 1.τουρκικά (huy): ιδιοτροπίες Στο κείμενο του σύγχρονου Κωνσταντινουπολίτη διηγηματογράφου Μ. Μαυρίδη απαντούν τούρκικες λέξεις που έχουν υιοθετηθεί στο πολιτικό ιδίωμα.
* |