Οι Τούρκοι και οι Παρεμβάσεις τους στην Ελληνική Λογοτεχνία | ||
|
Εισήγηση στη Συνάντηση Πεζογραφίας — ΛΑ’ Δημήτρια με θέμα: Οι Έλληνες και οι άλλοι στην πεζογραφία μας, που οργανώθηκε από τον Δήμο Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο — 31.10-2.11.1996. Εκδόθηκε Στην Δεξαμενή, Περιοδικό Λόγου και Τέχνης, Αθήνα, Ιούνιος 2001 Οι Τούρκοι και οι Παρεμβάσεις τους Στην Ελληνική Λογοτεχνία Η έρευνα σχετικά με τις εικόνες και με τα στερεότυπα στα λογοτεχνικά (και άλλα) κείμενα παρουσιάζει μια αντικειμενική δυσκολία. Οι εικόνες του «άλλου» είναι απόρροια μιας κοινωνικής λειτουργίας, από την οποία ο ίδιος ο μελετητής δεν μπορεί να είναι τελείως ανεπηρέαστος. Η ενδεχόμενη πεποίθηση ότι η επιστήμη της εικονολογίας θα μπορούσε να επιτύχει μια πραγματικά «αντικειμενική» προσέγγιση σ' αυτήν την έρευνα, πηγάζει από την μάλλον αμφισβητούμενη σήμερα θετιστική αντίληψη ότι η «πραγματικότητα», ειδικά στις κοινωνικές επιστήμες, μπορεί να αποτελέσει ένα «επιστημονικό» πεδίο έρευνας, όπου τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας θα είναι ανεπηρέαστα από την κοινωνική και ιστορική θέση του ερευνητή. Μια τέτοια υπερβολικά αισιόδοξη αντίληψη αντικειμενικότητας, σχετικά με τις δυνατότητες της «επιστήμης», αποτελεί και ένα οξύμωρο σχήμα, όταν συσχετίζεται με τις «εικόνες» και τα «στερεότυπα», δηλαδή, με βασικές αντιλήψεις, που αποδέχονται σαν αρχή κάποιες κοινωνικές και εθνικές προκαταλήψεις των ατόμων. Το πρόβλημα όμως δεν είναι απροσπέλαστο. Θα μπορούσε ο μελετητής α) να επικεντρωθεί στις «εικόνες» που εμφανίζονται στα κείμενα των «άλλων» λογοτεχνιών (και όχι στα «δικά μας»), έτσι έχοντας κάπως αποστασιοποιηθεί από το αντικείμενο που ερευνά, ή β) να επεξεργαστεί το θέμα, σε συνεργασία με την «άλλη» πλευρά, για να καλύψει πιθανές δικές του ανεπάρκειες και αδυναμίες. Εδώ θα παρουσιάσω τα προκαταρκτικά αποτελέσματα μιας μελέτης, όπου μας δίνεται μια σπάνια ευκαιρία να παρατηρήσουμε πώς ο «άλλος» δυσανασχετεί με την εικόνα του, σε κάποια δικά μας (ελληνικά) κείμενα. Συγκεκριμένα, μας παρέχεται η ευκαιρία να συγκρίνουμε ορισμένες μεταφράσεις ελληνικών λογοτεχνικών κειμένων, βασικά μυθιστορημάτων, στα τουρκικά, όπου οι τούρκοι μεταφραστές, παρενέβησαν στα κείμενα και τα άλλαξαν, σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους. Οι αλλαγές σχετίζονται πάντα με τους Τούρκους που εμφανίζονται σ' αυτά τα κείμενα.[1] Αντιπαρερχόμενος σημαντικά ηθικά θέματα, όπως και θέματα αρχών και δεοντολογίας, δηλαδή αν ο μεταφραστής δικαιούται να αλλάζει και να παραποιεί τα κείμενα, που μεταφράζει, κατά βούληση και πριν να σχολιάσω γενικά το φαινόμενο, θα παρουσιάσω μερικά δείγματα αυτών των παρεμβάσεων. Το μυθιστόρημα Τα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου, για τους Έλληνες μπορεί να φέρει έναν αποδεκτό τίτλο, αλλά στα τουρκικά, αυτό το έργο που αγαπήθηκε πολύ στην Τουρκία και έκανε πάνω από ένδεκα εκδόσεις μέσα σε είκοσι πέντε χρόνια, κυκλοφορεί με τον τίτλο Χαίρε Ανατολία[2]. Τα ματωμένα πάτρια «τουρκικά» χώματα δεν γίνονται αποδεκτά. Στον πρόλογο παραλείπεται επίσης η φράση «Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας», σαν να θέλει ο μεταφραστής, παραλείποντας τα λόγια αυτά, να μην αποδεχτεί την συμβολή των Τούρκων στο εθνικό αυτό δράμα της «άλλης» πλευράς. Ο μεταφραστής επίσης συστηματικά αποφεύγει τον συνήθη τουρκικό όρο που εκφράζει την λέξη «Έλληνας», δηλαδή τον όρο «Υunan», και χρησιμοποιεί το Rum (π.χ. βλέπε 44/3Ο).[3] Ο μεταφραστής αφαίρεσε ένα περιστατικό (περίπου ένα τρίτο μιας σελίδας), όπου ο «ξύπνιος» μπάρμπα-Γιακουμής αφηγείται πώς δωροδόκησε ένα τούρκο τελώνη, που «κρέας δεν ήτρωγε η φαμελιά του, παρεχτός στο Μπαϊράμη». Ο τούρκος «μόνε που δεν μου φίλησε τα χέρια» λέει ο Γιακουμής, αλλά το αφαιρεί αυτό ο κ. Αττίλα Τοκατλή (65/43). Προφανώς η (πολύ συνηθισμένη στην ελληνική λογοτεχνία) εικόνα του διεφθαρμένου και καημένου Τούρκου δεν του ήταν αποδεκτή. Δεν άρεσε και αφαιρέθηκε η φράση «οι Τούρκοι μάς τρέμανε». Αφαιρέθηκε επίσης ένα μεγάλο χωρίο, στο οποίο «απειλείται» η εικόνα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της τουρκικής κοινωνίας, έτσι όπως αναπαράγεται στην Τουρκία, δηλαδή ανεκτική και επιεικής. Σ' αυτήν την παράγραφο, στο ελληνικό κείμενο, οι Τούρκοι εμφανίζονται να έχουν «κάψει χριστιανικές οικογένειες, οι ραγιάδες να έχουν «ταπεινωθεί», και αυτά «τα μίση να μην σβύνουν» (205/134). Αφαιρούνται και οι λέξεις «μπουνταλάδες Τούρκοι» (227/149). Βέβαια δεν θα μπορούσε να μείνει ο «μπάσταρδος Κεμάλ», όπως τον αποκαλεί κάποιος έλληνας φαντάρος, ούτε «οι τούρκοι τσέτες που μας σφάζουν» (αντί αυτού διαβάζουμε κάποιους να φωνάζουν απλώς «μας σφάζουνε!», αόριστα, χωρίς να μαθαίνουμε από ποιους (282/187 και 312/208). Αποφεύγεται η μετάφραση των λέξεων «σφαγή» και «βιάζανε και εκτελούσανε» και αντί αυτών διαβάζουμε τις λέξεις «θάνατος» και ότι οι κοπέλες «έπαθαν κάτι πολύ κακό» (316/211 και 317/212). Ο Γεώργιος Βιζυηνός επίσης λογοκρίθηκε.[4] Στο διήγημα Ο Μοσκόφ Σελίμ η για «μας» αθώα φράση «Ο Θεός εσήκωσε το μερχαμέτι (ευσπλαχνία, 11. Μ.) πάνω από το Ισλάμ.» δεν μεταφράστηκε (294/53). Σ' αυτό το έργο ο Σελίμ είναι «καλός», απλώς επειδή έχει παύσει σχεδόν να έχει τα χαρακτηριστικά του «έθνους» και της θρησκευτικής ομάδας του. Ο μεταφραστής αφαιρώντας δύο μόνο λέξεις, αλλάζει την έννοια της μεταβολής, που υπέστη ο ήρωας, και την τοποθετεί από το εθνικό στο προσωπικό επίπεδο. Ο Βιζυηνός γράφει ότι εξαφανίζεται ο «εθνικός εγωισμός» και ο «φανατισμός της θρησκείας» του Σελίμ, ο μεταφραστής γράφει ότι εξαφανίζεται ο «εγωισμός» και ο «φανατισμός» του. Και «οι αγαθοί Τούρκοι» μετατρέπονται σε «τίμιους Τούρκους». (300/57,301/58). Βλέπουμε πολλές παρεμβάσεις και στην Λωξάνδρα της Μαρίας Ιορδανίδου. Τα επίθετα, όπως «καταραμένοι» και «φανατικοί», που αποδίδονται στους Κιζιλμπάσηδες, δεν μεταφράζονται, προφανώς για εσωτερικούς λόγους της Τουρκίας (16/11).[5] Αποφεύγεται η λέξη «σφαγή» (της Χίου και των Αδάνων, δηλαδή των Αρμενίων) και γίνεται λόγος μόνο για «εξέγερση της νήσου», για «φόνο», για «σκοτωμό» (17/12, 46/37, 143/117). Έτσι, ο αναγνώστης δεν καταλαβαίνει γιατί αγανακτεί και πανικοβάλλεται η Λωξάνδρα, για κάποιο «φόνο», που διαπράχτηκε τόσο μακριά από τον δικό της χώρο! Η Λωξάνδρα πολύ συχνά χρησιμοποιεί λαϊκές και πολύ οικείες για τους Έλληνες εκφράσεις κατά των Τούρκων, όπως «τα σκυλιά» και «μάστιγα της ανθρωπότητας..., χολέρα, σεισμός». Λυτές οι λέξεις αποφεύγονται συστηματικά από τον μεταφραστή.[6] Προστατεύεται και εδώ το κύρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με την αφαίρεση του επιθέτου «χρεωκοπημένη» (79/63). Οι παρεμβάσεις του μεταφραστή αλλοίίοσαν αισθητά και το πάθος του Νίκου Καζαντζάκη. Στην Αναφορά στον Γκρέκο, βλέπουμε μια σειρά αλλαγών στα τουρκικά κείμενα.[7] Παραθέτω τα αρχικά και τα τελικά κείμενα μετά από τις παρεμβάσεις: Ο Καζαντζάκης από το φόβο του Τούρκου, (61). ... ετούτος, ο μαύρος δαίμονας είναι ο Τούρκος... (69). ... περνούσα από τον τούρκικο μαχαλά γρήγορα γρήγορα, γιατί σιχαινόμουν τη μυρωδιά που έβγαζαν οι Τούρκοι (71). ... Να ο παππούς μου..., κρατάει τη σημαία, πάει στον πόλεμο, και να κάτω, πεσμένοι ανάσκελα, οι Τούρκοι (74). ... οι Τούρκοι ακόνιζαν τα μαχαίρια τους κι ετοιμάζουνταν να ριχτούν στους χριστιανούς (82). ...ο Χασανμπεης, ο αιμοβόρος χριστιανομάχος... (82). ...η Κρήτη, που λογής λογής Τούρκοι την τυραννούν (98). Εγώ πολεμώ τον Τούρκο, κάνω το χρέος μου... μη σου σηκώσει το μυαλό ο Φράγκος, σκύλος είναι κι αυτός σαν τον Τούρκο (100). Όλοι οι παππούδες μου που τους είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι, όλες οι γιαγιάδες μου που τις είχαν βασανίσει και τους είχαν ξεριζώσει τους μαστούς τους οι Τούρκοι... (110). Ο παππούς μου... κάμει ρεσάλτο στα τούρ-κικα κικαα κικα καράβια, ένα λογιάζοντας Οβραίους σταυρωτήρες και Τούρκους, έτσι θα 'βγαζε το άχτι του άχτι του και θ' αλάφρωνε (238). Η μετάφραση από φόβο, (60) - (69) Περνούσα από τον τουρκικό μαχαλά γρήγορα γρήγορα, (71) Να ο παππούς μου… κρατάει τη σημαία, πάει στον πόλεμο, (76) Οι εχθροί ακόνιζαν τα … (κτλ) (85) … ο Χασάνμπεης, ο χρι-στιανομάχος... (85). ...η Κρήτη, που λογής λογής άνθρωποι την τυραννούν (102). Εγώ πολεμώ, κάνω το χρέος μου... μη σου σηκώισει το μυαλό ο Φράγκος. (104) Όλοι οι παππούδες μου που πέθαναν στον πόλεμο, οι γιαγιάδες μου που αδυνάτησαν και εξασθένησαν... (115). Ο παππούς μου κάνει ρεσάλτο στα μουσουλμανικά καράβια λογιάζοντας τους Οβραίους σταυρωτήρες, έτσι θα 'βγαζε το άχτι του θ’αλάφρωνε (271) Αφαιρέθηκαν επίσης χωρία σχετικά με την Κωνσταντινούπολη, όπου κάποιος βρίζει την πόλη: «... πουτάνα, κοιμάται με τους Τούρκους», όπως και οι στίχοι «Πάλι με χρόνους, με καιρούς... κ.τ.λ.» (420/485). Ακόμα και ο Γιώργος Σεφέρης δεν γλύτωσε από αυτές τις παρεμβάσεις. Στις Μέρες του (2 Ιουλίου 1950) διαβάζουμε ότι στη Σκάλα, δύο τρία παιδάκια (Τουρκάκια) «ξετρύπωσαν από τη σκουριασμένη πόρτα σαν μεγάλοι αρουραίοι». Στην μετάφραση αφαιρούνται οι λέξεις «μεγάλοι αρουραίοι».[8] Αφαιρούνται και οι δύο τελευταίες λέξεις από την φράση «Μόνο τούρκικες και οι οδηγήτριες επιγραφές, εθνικιστικά πείσματα» (138). Πρώτα θα προσπαθήσω να ερμηνεύσω αυτό το φαινόμενο των παρεμβάσεων και μετά θα αναφερθώ σε μια μάλλον σπάνια αλλά εντυπωσιακή περίπτωση, όπου ο μεταφραστής ακολούθησε πιστά το ελληνικό κείμενο. Πολλές από τις αλλαγές και τις παραλήψεις σχετίζονται απευθείας με τις αρνητικές εικόνες του «άλλου» έθνους, δηλαδή των Τούρκων. Πράξεις των Τούρκων, όπως σφαγές Ελλήνων ή Αρμενίων, βιασμοί, βασανιστήρια, κ. ά. συνήθως παραλείπονται. Επίσης χαρακτηρισμοί, εκφράσεις που παγκοσμίως θεωρούνται υποτιμητικές δεν μεταφράζονται. Ο «μπουνταλάς», ο «μπάσταρδος», ο «δαίμονας», ο «αιμοβόρος», ο «τύραννος», ο «σκύλος» Τούρκος σαφώς δεν αρέσει. Δεν αρέσει επίσης, η παρουσίαση των Τούρκων με γενικά και μόνιμα εθνικά αρνητικά χαρακτηριστικά. Ο Βιζυηνός π.χ., όταν παρουσιάζει τον Μοσκόφ Σελήμ, δεν αναφέρεται σε «κάποιον» Τούρκο, σε κάποια μεμονωμένη περίπτωση που έχει αρνητικά χαρακτηριστικά, αλλά βλέπουμε τον Μοσκόφ Σελήμ να αποβάλει τον «εθνικό» εγωισμό του και τον φανατισμό «της θρησκείας του». Ο μεταφραστής δέχεται τα αρνητικά χαρακτηριστικά του ήρωα, αλλά μόνο σαν προσωπικά του ελαττώματα. Γράφει δηλαδή για τον «εγωισμό και τον φανατισμό του». Είναι όμως πιο δύσκολο να κατανοήσουμε κάποιες άλλες παρεμβάσεις. Γιατί δεν άρεσε π.χ. ο τίτλος Τα Ματωμένα Χώματα; Μια πιθανή ερμηνεία, που θεωρεί τους Τούρκους να μη θέλουν να παρουσιάζονται «ματωμένα», άρα κατά συνέπεια και «βίαια» τα πάτρια εδάφη τους, δεν απαντά στο ερώτημα, γιατί το «αίμα» δεν προκαλεί την ίδια δυσφορία και στους Έλληνες, πολλοί από τους οποίους βλέπουν αυτά τα ίδια χώματα επίσης σαν πάτρια. Η τουρκική αντίδραση θα πρέπει να σχετίζεται μάλλον με την εικόνα που υπάρχει στην χώρα αυτή, σχετικά με το πώς βλέπει η Δύση την Τουρκία. Πολλοί Τούρκοι βλέπουν μια Δύση που θεωρεί τους Τούρκους «βάρβαρους», «αιμοβόρους» κ. ά.. Άρα τα ματωμένα χώματα, σύμφωνα με τα στερεότυπα που επικρατούν στην Τουρκία, χρεώνονται στους Τούρκους. Οι Έλληνες δεν έχουν αυτήν την εικόνα για τον εαυτό τους. Μια δεύτερη παρέμβαση, μας δίνει την ευκαιρία να εισχωρήσουμε πάλι στα άβατα της τουρκικής «ψυχής», αν μπορεί κανείς να αποκαλέσει έτσι τις εικόνες που επηρεάζουν στο υποσυνείδητο τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Ο «ξεριζωμός», «ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της ιστορίας» των Ελλήνων παραλείπεται. Και εδώ θα πρέπει να ισχύει το ίδιο σύνδρομο: η αίσθηση ότι ευθύνεται η τουρκική πλευρά για την ανταλλαγή των πληθυσμών και την απομάκρυνση των κατοίκων της χώρας. Οι παρεμβάσεις σχετικά με την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα πρέπει να σχετίζονται μ' αυτό το απολογητικό αίσθημα και αυτή την αμυντική ψυχοσύνθεση. Είδαμε ότι οι «ταπεινώσεις» των Χριστιανών, στην αρχή του αιώνα και ο όρος «χρεωκοπημένη», σχετικά με την Αυτοκρατορία, παραλείπονται. Ενώ οι γνώστες της τουρκικής ιστορίας ξέρουν ότι πολλοί τούρκοι ιστορικοί παραδέχονται και τις βιαιότητες αλλά και την οικονομική χρεωκοπία της αυτοκρατορίας. Η οικονομική δε χρεωκοπία του κράτους θεωρείται επίσημα ως μια από τις βασικές αιτίες, που δικαιολογούν τις μεταγενέστερες παρεμβάσεις του Μουσταφά Κεμάλ. Το θέμα αποκτά ενδιαφέρον, όταν βλέπουμε αυτά τα αρνητικά χαρακτηριστικά να μην γίνονται αποδεκτά από την τουρκική πλευρά, αυτά που άμεσα σχετίζονται με τους Έλληνες. Η βία και η αποτυχία δεν γίνονται αποδεκτές, όταν σχετίζονται με διεθνείς καταστάσεις, δηλαδή μέσα σε ένα πλαίσιο, όπου αυτοί που θεωρούνται «εμείς» συγκρίνονται με τον «άλλο». Κάποτε πάλι, μια αξιολόγηση αποκτά διαφορετική έννοια, σύμφωνα με αυτόν που την εκφράζει: είναι θετική, όταν έχει αφετηρία έναν από «εμάς», αλλά αρνητική, όταν υποστηρίζεται από τον «άλλο». Αυτή η τάση παρατηρείται και στην τουρκική ιστοριογραφία. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία (αλλά και η σύγχρονη Τουρκία) κατακεραυνώνεται από πολλούς τούρκους διανοουμένους, αλλά μόνο σε σχέση με τους Τούρκους ή τους «ιδίους». Όταν όμως αναφέρονται στις σχέσεις της Αυτοκρατορίας (και της Τουρκίας) με τον «άλλο», δηλαδή όταν παρεμβάλλεται κάποια σύγκριση του «εγώ» με τον «άλλο», π.χ. τους Έλληνες, τις μειονότητες κ. ά., τότε επικρατεί η απολογητική στάση. Το «εγώ», ή καλύτερα το εθνικό «εμείς» δεν υποτιμάται, όταν σχετίζεται με τον «άλλο», τον «άλλο» ο οποίος οριοθετεί και δίνει μια υπόσταση στο «εμείς». Οι παρεμβάσεις δηλαδή των τούρκων μεταφραστών μάς παρέχουν την ευκαιρία να παρατηρήσουμε πώς η «άλλη» πλευρά αντιλαμβάνεται ορισμένες αρνητικές εικόνες, εκεί ακριβώς όπου «εμείς» οι Έλληνες, ως δημιουργοί αυτών των παραστάσεων, ενδεχομένως δεν τις διακρίνουμε. Για ορισμένους Τούρκους ένας τούρκος τελώνης, ο οποίος δωροδοκείται και φιλά το χέρι του Έλληνα, πρέπει να αφαιρεθεί από το κείμενο. Αυτό, που για τον Έλληνα μπορεί να σημαίνει μια μεμονωμένη περίπτωση, για τον «άλλο» μπορεί να αποτελεί ένα αρνητικό στερεότυπο, προσβλητικό για το «έθνος» του. Ακόμα και η λέξη «Έλλην», που μεταφράζεται στα τουρκικά ως «Υunan», κάποτε θεωρείται αρνητική από τους Τούρκους και αποφεύγεται (χρησιμοποιούνται οι λέξεις Rum, Hellen ή Grek) . Το ερώτημα αν αυτές οι επιλογές των μεταφραστών πηγάζουν από τις δικές τους ευαισθησίες ή αν επιλέγουν αυτόν τον δρόμο επειδή υπολογίζουν τις αντιδράσεις και προτιμήσεις των αναγνωστών τους δεν έχει μεγάλη σημασία. Και οι δύο πιθανότητες έχουν ένα κοινό παρανομαστή: τις ευαισθησίες της «άλλης» πλευράς, όπως εκφράζεται από τον μεταφραστή, σύμφωνα με τις προσωπικές του επιλογές, ανεξάρτητα αν πιστεύει πως ό,τι κάνει γίνεται για τον ίδιο ή για το αναγνωστικό του κοινό. Πάντως υπάρχει και μια άλλη προσέγγιση και αντιμετώπιση των ελληνικών μεταφράσεων στα τουρκικά. Πρέπει να μνημονεύσουμε τον Ραγκίπ Ζαράκολου (Rağıp Zarakoğlu), ο οποίος μετάφρασε το Ταμάμα — Η Αγνοούμενη του Πόντου του Γ. Ανδρεάδη.[9] Η μετάφραση του είναι πιστότατη, αν και το βιβλίο παρουσιάζει απόψεις διαμετρικά αντίθετες από τις επίσημες θέσεις των τουρκικών αρχών. Οι σφαγές των Ελλήνων και των Αρμενίων παρουσιάζονται, όπως ακριβώς στο ελληνικό κείμενο, με τις ακριβείς εκφράσεις (59, 61, 70, 85, 88, 89), ο εθνικιστικός και θρησκευτικός φανατισμός των Τούρκων, αξιωματούχων και απλών πολιτών, αποδίδεται πιστά (49, 52, 58, 75), βλέπουμε Τούρκους να δωροδοκούνται και γι' αυτό να μη φέρονται πατριωτικά (59), να αποδίδεται ως «φασισμός» το τουρκικό εθνικό κίνημα του 1914 (69). Και το σημαντικότερο, ένας Τούρκος εθνικός ήρωας, το πρώτο-παλλήκαρο του Μουσταφά Κεμάλ, παρουσιάζεται ως ένας αιμοβόρος «τσέτες» και αποκαλείται «τέρας» (canavar, στα τουρκικά) (60). Πώς θα ερμηνευτεί αυτή η διαμετρικά αντίθετη πρακτική; Μια πιθανή ερμηνεία είναι η σχέση του μεταφραστή με την ιδεολογία του εθνικισμού. Ο βαθμός που ευαισθητοποιείται ένα άτομο, όταν αντιμετωπίζει αρνητικούς χαρακτηρισμούς σχετικά με το «έθνος» του, είναι ανάλογος με το βαθμό που ταυτίζεται με την ιδεατή (ή φανταστική) ενότητα του έθνους. Ο Ragıp Zarakoğlu είναι γνωστός στην Τουρκία για την αντίσταση του κατά του σημερινού αυταρχικού καθεστώτος της χώρας του και εκκρεμούν δίκες εναντίον του για την αρθρογραφία του. Προφανώς ο ίδιος δεν ταυτίζεται με τους ιδεατούς αρνητικούς Τούρκους «προγόνους», στο βαθμό που το κάνουν οι άλλοι μεταφραστές. Σχετικά με τα εθνικά στερεότυπα συμπερασματικά θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι: α) Τα αρνητικά χαρακτηριστικά δεν προσδιορίζονται πάντα σύμφωνα με κάποιες «οικουμενικές» ή «πανανθρώπινες» αξίες, που μπορούν να γίνουν αντιληπτές από όλους. «Εμείς» κάποτε ενδέχεται να μην αντιληφθούμε κάποιες αρνητικές εικόνες του «άλλου». Με άλλα λόγια, η αρνητική εικόνα, όπως την αντιλαμβάνεται η μια πλευρά, μπορεί να είναι τελείως υποκειμενική και να σχετίζεται με εθνικές κ.ά. ευαισθησίες, που για ιστορικούς κ.α. λόγους δεν τις συμμερίζεται η «άλλη» πλευρά.[10] Οι εικόνες έχουν μια υπόσταση σχετική. β) Mια παράσταση (εικόνα) μπορεί να αποκτήσει θετική, ουδέτερη ή αρνητική έννοια, σύμφωνα με την «πηγή» της. Δηλαδή, μια τοποθέτηση του «άλλου» μπορεί να έχει αρνητική έννοια, επειδή υπονοεί σύγκριση των δύο συμβαλλόμενων πλευρών, ενώ για «μας» και την δική μας κοινωνία, η ίδια ακριβούς τοποθέτηση μπορεί να θεωρείται «ουδέτερη». γ) Η αναγκαιότητα δια-εθνικών (inter-ethnic) συνεργασιών, σχετικά με την εικόνα του «άλλου», στην «δική» μας λογοτεχνία, μπορεί να φέρει στο φως εικόνες, στερεότυπα, όπως και εθνικές προκαταλήψεις, που διαφεύγουν από την προσοχή του μελετητή. Αλλά η συνεργασία των δύο πλευρών μπορεί να αποκαλύψει και χαρακτηριστικά του τρόπου σκέψης της «άλλης» πλευράς. **
[1] Η μελέτη αυτή ξεκίνησε με πρόθεση να εντοπιστούν τα «λάθη» στις μεταφράσεις των ελληνικών κειμένων στα τουρκικά. Τα «λάθη» αυτά βασικά πηγάζουν από την τάση των μεταφραστών να βελτιώσουν ή να λογοκρίνουν την εικόνα του Τούρκου και της Τουρκίας. Στη μελέτη συνέβαλε η Damla Demirözü, από την Τουρκία, φοιτήτρια διδακτορικού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με θέμα την εικόνα των Τούρκων στην ελληνική λογοτεχνία. Η πρόθεση μας είναι να ολοκληρώσουμε αυτήν την έρευνα και να την εκδώσουμε στα ελληνικά, όπως και στα τουρκικά. [2] Αν ακριβολογήσουμε ο τίτλος είναι Πες Χαιρετίσματα στην Ανατολία από Μένα: Benden Selam Söyle Anadolu’ya. Εδώ αναφέρομαι σε δύο εκδόσεις, μια ελληνική, την 63η έκδοση του Κέδρου, Αθήνα 1983, και σε μια τουρκική, την 1 1η του εκδοτικού οίκου Αlan, İstanbul, 1995. Ο Τούρκος μεταφραστής Αttila Tokatlı έκανε χρήση της γαλλικής μετάφρασης. [3] Σ' αυτό το κείμενο ο πρώτος αριθμός αναφέρεται στην σελίδα της ελληνικής και ο δεύτερος της τουρκικής έκδοσης. Οι Σμυρνιοί μιλούν π.χ. «Ρωμαίικα» (Rumca) και όχι «Ελληνικά» (Υunanca). Στον πρόλογο επίσης βλέπουμε μια ιδιόρρυθμη χρήση της λέξης «Έλληνας», η οποία δεν μπορεί να αναλυθεί σε βάθος εδώ. Οι Τούρκοι χρησιμοποιούν τις λέξεις Υunan, Rum, Hellen και Grek, όλες σχεδόν συνώνυμες για τους Έλληνες, αλλά κάθε φορά εννοώντας κάτι διαφορετικό. Στον πρόλογο, με προσθήκες λέξεων παρουσιάζονται να είναι οι Rum (οι Ρωμιοί) αυτοί που «εισβάλλουν» το 1919 στην Τουρκία, ενώ ο Μανώλης Αξιώτης φορά την στολή των Ηεllen και όχι των Υunan. Προφανώς ο μεταφραστής προσπαθεί να αποφύγει την λέξη Υunan, μια λέξη που συνήθους χρησιμοποιείται στα τουρκικά για τον «Έλληνα», με σκοπό να μην φέρει στην επιφάνεια αρνητικούς συνειρμούς. [4] Η σύγκριση βασίζεται στην ελληνική έκδοση Το Αμάρτημα της Μητρός μου και Άλλα Διηγήματα, Εστία, Αθήνα, 1991 και στην τουρκική Moskof Selim, Belge, İstanbul, 1994. Η μετάφραση είναι του Osman Bleda. [5] Συγκρίνεται η ελληνική έκδοση της Εστίας, Αθήνα, 1995 και η τουρκική Loksandra, Marenostrum, İstanbul, 1990, μετάφραση του Οsman Bleda. Οι Κιζιλμπάσηδες είναι μια συγγενική αίρεση των Αλεβιτών. [6] (46/37, 67/54, 79/63, 81/66, 144/119, 203/108. Στην τελευταία περίπτωση, η φράση «με τα αγαρηνά σκυλιά πάρε-δώσε δεν έχουμε» έγινε «με τους σουλτάνους πάρε-δώσε δεν έχουμε». [7] Συγκρίνονται η ελληνική έκδοση του Καζαντζάκη, Αθήνα, 1982 με την τουρκική El Greko’ya Mektuplar, (έκδοση) Ε, İstanbul, 1975. Το όνομα του μεταφραστή δεν αναφέρεται. [8] Üç Kırmızı Güvercin, Altın Kitaplar, İstanbul, 1971, σ. 101. Μετάφραση του Cevat Çapan. [9] Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1994. Στα τουρκικά, Tamama-Pontus’un Yitik Kızı, Belge Yayınları, İstanbul, 1996. Το βιβλίο βραβεύτηκε με το βραβείο Ιπεκτσή. [10] Ένας πιθανός διαχωρισμός δικαιολογημένων και αδικαιολόγητων αρνητικών εικόνων (λόγω υπερβολικών ευαισθησιών), δεν έχει νόημα, επειδή ένας τέτοιος διαχωρισμός προϋποθέτει την «νομιμοποίηση» ή την δικαιολόγηση ορισμένοι εικόνων, αυτών δηλαδή που δημιουργούνται στον «δικό» μας μόνο χώρο. |