Παρουσίαση του βιβλίου Ο Οικογενειακός Τάφος
PDF Εκτύπωση E-mail

tafos-oikogen

Το μυθιστόρημα του Ηρακλή Μήλλα. Ο Οικογενειακός Τάφος.
Στην πρώτη παρουσίαση ομιλούν η Φρόσω Αρβανιτάκη και ο συγγραφέας.

Στο γενεαλογικό δένδρο θα δείτε είκοσι ένα άτομα. Στην ιστορία μας όμως υπάρχουν και άλλοι: η Τερψιχόρη και ο πατέρας της· η κουτσομπόλα Αρετή· η μαμζέλ Λιανοπούλου, που παρέδιδε μαθήματα πιάνου· ο Ιάσων, ο δικηγόρος του Πατριαρχείου· κάποια Άρτεμη, που ποτέ δεν παντρεύτηκε επειδή η Αγια-Σοφιά δεν έγινε πάλι εκκλησία· οι Ρώσοι Φίοντορ και Νικολάι, τα δύο αδέλφια που πολέμησαν τον Λένιν· δύο Εβραίοι από την Ισπανία που τραγουδούσαν· μια Αρμένισσα που επέζησε από τη σφαγή. Και Τούρκοι: ο Αλή, που αγαπήθηκε από τον συγγραφέα· ο Αντίλ Μπέης, που αν και το όνομά του σημαίνει «δίκαιος» δεν ήταν· η Νουριέ και ο γιος της Χασάν, δύο καλοί άνθρωποι. Και άλλοι, που είναι πολύ λιγότερο σημαντικοί για την ιστορία μας αλλά έχουν ίσα δικαιώματα με τους υπόλοιπους.

Παρουσίαση του μυθιστορήματος Ο Οικογενειακός Τάφος του Ηρακλή Μήλλα

Ομιλία της Φρόσως Αρβανιτάκη 

Με τον Ηρακλή Μήλλα είμαστε φίλοι πολλά χρόνια. Γνωριστήκαμε το 1964. Εγώ τότε ήμουν 15 χρονών, μαθήτρια στην 10η τάξη του Ζαππείου Παρθεναγωγείου, δηλαδή στην σημερινή αντίστοιχη πρώτη λυκείου, και εκείνος ακόμα φοιτητής στο Robert College, το αμερικάνικο πανεπιστήμιο στην Κων/πολη. Ήμασταν μια μικρή παρέα: η Εύη, ο Δημήτρης, ο Γιάννης, εγώ και ο Ηρακλής. Εγώ ήμουν το μικρό, και… έτσι παρέμεινα και σήμερα στα 71 μου χρόνια. Αυτά, όπως καταλαβαίνετε, στην Πόλη, στα γνωστά Ταταύλα, επισήμως Kurtuluş.

Ευτυχώς είμαστε όλοι εν ζωή ακόμα.

Ο Ηρακλής έγινε ο μέντοράς μου, χωρίς να το γνωρίζει, ίσως χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει κι εγώ. Θαύμαζα τις γνώσεις του, τις επιτυχίες του στον στίβο, τις πολιτικές του πεποιθήσεις την εποχή εκείνη, την πολυμάθειά του, την διαφορετικότητά του από τα άλλα μέλη της μειονότητας, την ενέργειά του, την αγάπη του για τη ζωή.

Και μετά πέρασαν τα χρόνια, μεγαλώσαμε όλοι, και ο καθένας τράβηξε τον δικό του δρόμο. Μείναμε όμως φίλοι καλοί, και τώρα πια ο ένας θεωρεί τους άλλους μέλη της οικογένειάς του.

Ο Ηρακλής Μήλλας είναι ένα πολυτάλαντο άτομο. Γράφει βιβλία, αρθρογραφεί σε εφημερίδες, συμμετέχει σε συνέδρια και projects, φέρνει αγγινάρες bayrampasa από την Πόλη και τις φυτεύει στον κήπο του, βάφει το σπίτι του μόνος του. Στο παρελθόν υπήρξε πολιτικός μηχανικός, σήμερα είναι ένας εξαίρετος πολιτικός επιστήμων. Έχει μνήμη ελέφαντα, βγάζει καταπληκτικές φωτογραφίες, είναι ένας καλοσυνάτος παιχνιδιάρης παππούς. Ευγενικός με τους ανθρώπους και πολύ τρυφερός με τα ζώα. Kαθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, δρομέας και ενίοτε πρωταθλητής σε αγώνες στίβου της τρίτης ηλικίας.

Θα μπορούσα να προσθέσω και άλλα, αλλά εδώ σταματώ.

Πριν δύο εβδομάδες περίπου βρεθήκαμε στο Polis Αrt Café για την παρουσίαση ενός βιβλίου που αφορά την Τουρκία. Όταν τελείωσε η παρουσίαση, η παρέα των Ρωμιών που βρισκόμασταν εκεί έκανε ένα πηγαδάκι για να πούμε τα δικά μας. Ο Ηρακλής, με μάτια που έλαμπαν και ένα βαθύ χαμόγελο, μου είπε κατ’ ιδίαν: έχω μια έκπληξη αλλά δεν ξέρω, να σου την πω... όχι, όχι δεν θα την πω. Φαινόταν πολύ χαρούμενος. Περίμενα λοιπόν κι εγώ να μάθω τι ήταν αυτή η έκπληξη που έμοιαζε να είναι κάποιο μεγάλο μυστικό. Μετά από μερικές μέρες έλαβα στο μέιλ μου το εξώφυλλο του βιβλίου «Ο Οικογενειακός Τάφος» και μια λεζάντα: η έκπληξη.

Το βιβλίο το πήρα στα χέρια μου την Κυριακή 16 Δεκεμβρίου το απόγευμα, το ξεκίνησα το ίδιο βράδυ και το τελείωσα το ξημέρωμα της Τρίτης 18 Δεκεμβρίου. Και ήταν πραγματικά μια μεγάλη έκπληξη για μένα. Και θα σας πω γιατί. Γιατί ανακάλυψα ότι ο Ηρακλής είχε γράψει ένα μυθιστόρημα για τους Ρωμιούς.

Είχα την εντύπωση ότι επειδή είναι πια ειδήμων των τουρκικών και ελληνοτουρκικών θεμάτων, επειδή μέχρι πρότινος αρθρογραφούσε σε τουρκικές εφημερίδες και ακόμα αρθρογραφεί σε ελληνικές, επειδή ασχολείται με πολιτικές και κοινωνικές αναλύσεις μεγάλων κοινωνικών ομάδων, δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα το ελληνικό μειονοτικό στοιχείο της Πόλης. Και ξαφνικά διαπιστώνω ότι το μυθιστόρημα αυτό αφορούσε εμάς τους Ρωμιούς. Τη ζωή μας, τους γείτονες της διπλανής πόρτας, τους συγγενείς μας, τους ανθρώπους της απέναντι πολυκατοικίας, τα γεγονότα που μας σημάδεψαν, και όλα αυτά γραμμένα με κέφι, με συναισθήματα, με χιούμορ, με σαρκασμό και με πολλές αλήθειες.

Γύρισα χρόνια πίσω, ξαναβρέθηκα στη γειτονιά μου, στον κήπο της γιαγιάς μου. Μπήκα στα σπίτια των ηρώων του, άκουσα τους διαλόγους και τις συζητήσεις τους, πήγα στα νησιά, ταξίδεψα με το βαπόρι στη θάλασσα του Μαρμαρά. Πήρα τη μυρωδιά και τον αέρα αυτής της θάλασσας, που τόσο αγαπάμε εμείς οι Πολίτες. Όταν τελείωσα το βιβλίο και το άφησα στο τραπεζάκι δίπλα στο γραφείο μου, οι μνήμες είχαν ξαναζωντανέψει, οι εικόνες και τα βιώματα είχαν επιστρέψει.

Ο τίτλος του μυθιστόρημαtος είναι «Ο Οικογενειακός Τάφος». Η αγορά και η μελλοντική χρήση ενός οικογενειακού τάφου στην Αθήνα είναι ένα ευφάνταστο μυθοπλαστικό πρόσχημα για να αφηγηθεί ο συγγραφέας σε 200 σελίδες, 3 μέρη και 13 κεφάλαια την ιστορία των Ρωμιών πρώτα στην Πόλη και μετέπειτα στην Αθήνα, από το 1957 ως το 1998.

Δύο αδέλφια, ο Αχιλλέας και ο Αλέξανδρος, οι γονείς τους, οι γυναίκες τους, τα παιδιά και τα εγγόνια τους, οι συγγενείς τους υφαίνουν έναν ιστό, μέσα στον οποίο μπλέκονται με κάθε λεπτομέρεια η ζωή και τα γεγονότα μιας μεγάλης κοινότητας, που κάποτε απαρτιζόταν από 100.000 μέλη, αλλά που με την πάροδο του χρόνου και λόγω πολλών εξωγενών παραγόντων σκόρπισε σε διάφορες γωνιές της γης.

Το μυθιστόρημα στο σύνολό του έχει ως φόντο τον θάνατο και τις αναμνήσεις. Θέματα που απασχολούν όλους τους συγγραφείς που έχουν διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους. Η ιστορία ξεκινάει το 1957 με τα δύο αδέλφια Αλέξανδρο και Αχιλλέα, κύριους χαρακτήρες της ιστορίας, γουναράδες το επάγγελμα, να έχουν εντελώς διαφορετική άποψη για την απόκτηση ενός οικογενειακού τάφου στην Αθήνα.

Ο ένας θέλει την αγορά μα ο άλλος θεωρεί ότι τα χρήματα που θα δώσουν θα είναι πεταμένα λεφτά, γιατί κανείς δεν ξέρει σε ποια πόλη και σε ποιον τόπο θα βρίσκεται όταν πεθάνει.

Στο πρώτο κεφάλαιο ο συγγραφέας ξεναγεί τους αναγνώστες του στα νησιά, Πρίγκηπο, Χάλκη, Αντιγόνη, και Πρώτη. Παράλληλα, τους μεταφέρει στο Καράκιοϊ, το Κουρτουλούς, τα μνήματα του Σισλί, το Παγκάλτι, το γαλακτοπωλείο του Γιορδάνη, τη Μεγάλη Σχολή, το ρεστοράν του Παντελή. Όλες οι αναμνήσεις από εικόνες, γεύσεις και γεγονότα σπρώχνονται να ειπωθούν θαρρείς και φοβούνται μην και δεν προλάβουν. Μήπως και κάτι ξεχαστεί.

Μετά τα «γεγονότα», έμεναν στη Χάλκη, στο σπίτι της μητέρας της. Έφυγαν από την Πόλη, από το Κουρτουλούς, όπου ζούσαν αφότου παντρεύτηκαν, για να μην πληρώνουν ενοίκιο. Από τη μια ήταν σοφή απόφαση, από την άλλη όμως βρίσκονταν στο νησί τελείως απομονωμένοι πλέον από φίλους, γνωστούς και συγγενείς.

            «Καλύτερα έτσι, δεν θα πρέπει να τους βλέπουμε όλους, και αυτά τα σούρτα φέρτα κοστίζουν όχι λίγα», είχε πει η Πολυξένη.

            Ο Αλέξανδρος είδε το πλοίο που ξεκινούσε από την Πρίγκηπο. Στη βαπορόσκαλα ήταν μόνος. Κυριακή πρωί ποιος θα κατέβαινε στην Πόλη; Τότε του ήρθε η ιδέα να πάρει εισιτήριο δεύτερης θέσης αφού δεν θα τον έβλεπε μάτι γνωστού. Στην επιστροφή, σίγουρα θα υπήρχαν κάποιοι στο πλοίο και δεν θα μπορούσε να αποφύγει την πρώτη θέση.

            Έτσι και έκανε. Αλλά ήταν λάθος του γιατί πρόσεξε ότι στο πίσω μέρος του πλοίου υπήρχαν μερικές παρέες από το προηγούμενο νησί. Εκείνος πήγε μπροστά, στη δεύτερη θέση, και ευχήθηκε να μην τον είχαν δει. Βγήκε στον ανοιχτό χώρο και προσποιήθηκε ότι απολαμβάνει τον αέρα. Είχε αρκετή ψύχρα για Οκτώβρη. Όταν πλησίασαν στην Αντιγόνη και στην Πρώτη, μπήκε στο σαλόνι γιατί θα μπορούσαν να τον δουν. Στην Πόλη, στο Καράκιοϊ, βγήκε τελευταίος από το πλοίο και αποφάσισε ότι άλλη φορά δεν θα ταξιδέψει στη δεύτερη θέση. Δεν άξιζε να το ρισκάρει.

 

            Έπρεπε πρώτα να δει τον αδελφό του, τον Αχιλλέα. Δεν θα αποφάσιζε μόνος του για τον τάφο. Ούτε ήθελε να πληρώσει μόνο αυτός. Ο τάφος θα ήταν για όλη την οικογένεια. Πρώτος θα έμπαινε ο μπαμπάς τους, μετά μάλλον η μάνα τους. Αλλά ύστερα όλοι οι υπόλοιποι.

            «Και πώς ξέρεις πού θα πεθάνω εγώ;» τον αποπήρε ο Αχιλλέας. «Μπορεί ποτέ να μην πάω να ζήσω στην Αθήνα. Μπορεί να μείνω εδώ!»

            Ο Αλέξανδρος ήξερε ότι όλα αυτά ήταν προφάσεις. Ο Αχιλλέας πίστευε πως ο Αλέξανδρος, ο μεγαλύτερός του αδελφός, βρισκόταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση. Γουναράδες και οι δύο, ο Αλέξανδρος όμως είχε και κατάστημα πωλήσεων, ενώ ο ίδιος εκτελούσε μόνο παραγγελίες. Μπορεί να είχε δίκιο ως έναν βαθμό ο Αχιλλέας, αλλά θα μπορούσε να συνεισφέρει έστω και λίγα. Μα δεν ήθελε να δώσει ούτε μία λίρα. Ο Αλέξανδρος έφυγε από το διαμέρισμα του αδελφού του, που είχε νοικιάσει στο Κουρτουλούς, σε έναν στενό δρόμο παράλληλο προς τον κεντρικό, στο Σαβάς Σοκάκ. Δεν μπόρεσε να πει αντίο στη νύφη του, την Ιόλη, επειδή «ήταν στο μπάνιο», όπως του είπε ο Αχιλλέας.

            Πήγε με τα πόδια στο νεκροταφείο στο Σισλί. Έκανε πρώτα μια στάση στο High Life στο Πανγκάλτι ή Χαμάμ, όπως προτιμούσαν να αποκαλούν αυτήν την περιοχή οι Ρωμιοί της Πόλης. Έρχονταν συχνά εδώ ή στο απέναντι γαλακτοπωλείο του Γιορδάνη με τον Αρίστο και έτρωγαν γαλακτερά· ο ίδιος μαλεμπί και ο Αρίστος καζάντιμπι, το αγαπημένο του. Τώρα παρήγγειλε sahanda iki yumurta (σαχαντά ικί γουμουρτά), δηλαδή δύο αυγά μάτια, για μεσημεριανό. Δεν ζήτησε επιδόρπιο. Έκτοτε δεν ήθελε να τρώει εδώ ό,τι έπαιρναν με τον Αρίστο.

[Σελίδες 16 – 18]

Στο πρώτο κεφάλαιο γνωρίζουμε και την Πολυξένη, τη γυναίκα του Αλέξανδρου, καθώς και τον γιο τους, τον Αρίστο, που πέθανε όταν ήταν 9 χρονών. Γνωρίζουμε τον Αλή, έναν εσωτερικό μετανάστη, που θυμίζει τον τούρκο διηγηματογράφο Sait Faik. Ο Αλή μένει τώρα πια με την οικογένειά του στη Χάλκη και είναι ερωτευμένος με την Πολυξένη. Ο έρωτας ενός Τούρκου με μια Ρωμιοπούλα δεν ήταν ένα εύκολα διαχειρίσιμο θέμα την εποχή εκείνη. Ο Αλή θα παραμείνει ερωτευμένος με τη Πολυξένη μέχρι αυτή να φύγει για την Αθήνα.

Και η ιστορία συνεχίζεται με τον Άδωνι Μπαλλή, πατέρα του Αχιλλέα και του Αλέξανδρου, έναν επιδερμικό κομμουνιστή, που το παρατσούκλι του στη Νέα Σμύρνη είναι Ίλιτς, και την Ισμήνη, τη γυναίκα του, που δεν ξέρει από που κρατάει η σκούφια της.

Ο Άδωνις εγκατεστημένος στην Αθήνα από το 1936 είχε γνωρίσει όταν ήταν ακόμα στην Πόλη, δύο Ρώσους πρόσφυγες, τον Φιοντόρ και τον Νικολάι, οι οποίοι το έσκασαν από την Ρωσία όταν ο Λευκός Στρατός στον οποίο πολεμούσαν ηττήθηκε από τον Κόκκινο Στρατό. Έγιναν φίλοι και ενώ οι δύο Ρώσσοι στις συναντήσεις τους του μιλούσαν για τα δεινά τους, ο Άδωνις παραδόξως εθαύμαζε τα επιτεύγματα του Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν, που μαχόταν για να αλλάξει τις ζωές των ανθρώπων. Ο Άδωνις λοιπόν, ο κατά τύχη κομμουνιστής, είναι αυτός που διακαώς επιθυμεί την απόκτηση ενός οικογενειακού τάφου. Και να πως δικαιολογεί αυτή του την επιθυμία:

«Ο τάφος είναι μια επιβεβαίωση ότι υπήρξαμε. Ότι δεν είμαστε κάτι το τελείως τυχαίο. Εμείς διαφέρουμε από τα ζώα. Ο οικογενειακός τάφος μάλιστα μας κάνει οικογένεια. Ξέρεις εσύ οικογένεια που να μην έχει τον τάφο της; Αυτός ο τάφος θα σημαίνει τη συνοχή και τη συνέχειά μας. Αλλά και ότι ανήκουμε κάπου. Πού ανήκουμε; Τι είμαστε εμείς; Ρωμιοί; Έλληνες; Ποια είναι η πατρίδα μας, τα χώματά μας; Σε αυτές τις ερωτήσεις απαντά ο οικογενειακός τάφος. Και το σημαντικότερο, τάφος θα πει σεβασμός. Για αυτούς που έφυγαν. Τους δικαιώνει. Το λουλούδι που βάζουμε σε έναν τάφο σημαίνει ότι σεβόμαστε τον πρόγονό μας.»

[42]

Και η Πολυξένη όμως αναπτύσσει τις δικές της απόψεις για το θέμα, στο γράμμα που στέλνει στην πεθερά της.

Αγαπητή μου μητέρα,

            όντως θέλω να σας βλέπω σαν μητέρα μου. Την πραγματική μου την έχω χάσει σχετικά πρόσφατα και τώρα μου αρέσει να προφέρω αυτή τη λέξη.

            Προσπαθώ να καταλάβω τον πατέρα του Αλέξανδρου, και ως έναν βαθμό τον κατανοώ. Θα προσπαθήσω να πω μερικά πράγματα και ελπίζω να γίνω και εγώ κατανοητή και να μην παρεξηγηθώ.

            Η ιδέα του θανάτου, που απασχολεί τον πατέρα, απασχολεί και μένα, ειδικά μετά τον θάνατο του Αρίστου. Αλλά μπορεί λόγω ηλικίας να μη βλέπουμε το θέμα με τον ίδιο τρόπο. Ο θάνατος για μένα είναι ένα γεγονός πρόσφατο. Όχι κάτι που θα συμβεί, αλλά κάτι που ήδη συνέβη. Η ζωή μας μετά τον θάνατο του γιου μας έχει αλλάξει πολύ. Αυτός ο θάνατος για μένα έχει σημασία και όχι ο δικός μου.

            Η ιδέα του οικογενειακού τάφου είναι ωραία, αλλά εγώ θα ήθελα να μείνω με τον Αρίστο μου. Εδώ δηλαδή. Όταν θα πεθάνω θέλω να πω. Μετά τον χαμό του, η δική μας οικογένεια έχει κάπως χάσει την έννοιά της. Δεν είμαι σίγουρη αν ένας τάφος στην Αθήνα θα βοηθήσει σε αυτό.

            Όσον αφορά αυτά που μου γράφετε, αγαπητή μητέρα, σχετικά με την πατρίδα, κάτι παρόμοια μου λέει και ο Αλέξανδρος. Μάλλον δεν τα πολυκαταλαβαίνω. Εμείς εδώ έχουμε τους τάφους μας και τα νεκροταφεία μας. Και θα πρέπει να θυμάστε ότι αυτά που στην Ελλάδα τα λένε τάφο και νεκροταφεία εμείς οι Ρωμιοί τα λέμε «μνήμα» και «μνήματα». Εδώ έχουμε τις μνήμες, το δημοτικό όπου πήγα μικρή, τη γειτονιά μου, δηλαδή τον μαχαλά όπου παίζαμε όταν ήμασταν παιδιά. Δεν ξέρω αν ποτέ θα φύγουμε και εμείς από την Πόλη. Αν όμως φύγουμε, δεν θα φτιάξουμε μιαν άλλη πατρίδα κάπου αλλού. Θα την έχουμε αφήσει πίσω μας την πατρίδα, απλώς θα έχουμε φύγει από την πατρίδα μας. Δεν αισθάνομαι ότι η πατρίδα φτιάχνεται όπου θέλουμε και όποτε θέλουμε.

            Η πατρίδα ούτε μεταφέρεται ούτε ξαναφτιάχνεται. Μπορεί και ο τάφος να είναι έτσι. Η μητέρα μου θα μείνει για πάντα στα μνήματα της Χάλκης, και ας μην ξέρω πού βρίσκεται ακριβώς ο τάφος της. Και ο Αρίστος θα είναι στα μνήματα του Σισλί. Ένας τάφος στην Αθήνα θα έμοιαζε με το εξοχικό που αποκτούμε όταν έχουμε φτάσει σε κάποια ηλικία. Δεν είναι το ίδιο με το πατρικό σπίτι.

[48 – 49]

Η ιστορία συνεχίζεται με αναφορές στη γενοκτονία των Αρμενίων, την Μικρασιατική Εκστρατεία, τον Πόλεμο στην Κριμαία, τη δικτατορία του Μεταξά, την κατοχή, τα Σεπτεμβριανά το 1955, τις απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων το 1964, τις σχέσεις των Ρωμιών με τους Τούρκους, τη σταδιακή έξοδο και φυγή των Ρωμιών από την Πόλη και εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, και βεβαίως σε όλες τις αντιξοότητες και δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι μετανάστες στη νέα τους πατρίδα.

«Γιατί ήρθατε εδώ;»

            Ο Άδωνης, καθώς γυρνούσε στο σπίτι κρατώντας μισό κιλό μαρίδα που μόλις είχε αγοράσει από τη λαϊκή, σκεφτόταν τι μπορεί να σήμαινε αυτή η ερώτηση. Του την έκανε ο νεαρός βοηθός του ψαρά. Ήταν σχεδόν παιδί, το πολύ δεκαπέντε χρονών, και είχε καταλάβει από την προφορά και τη σύνταξη που χρησιμοποιούσε ο Άδωνης ότι δεν ήταν «αποδώ». Ενώ ο ψαράς έριχνε με τη σέσουλα μαρίδες στο χάρτινο χωνί, ο Άδωνης του είπε «Κομμάτι ακόμα βάλε!» αντί να πει «Βάλε λίγες ακόμη!».

            Ήταν άραγε μια απλή ερώτηση που πήγαζε από την περιέργεια και είχε σκοπό την ενημέρωση; Μήπως υποδήλωνε αντίρρηση και μομφή: «Τι γυρεύεις εσύ εδώ!»; Μπορεί και τα δύο; Ή μήπως ο νεαρός ήθελε να ακούσει μία ακόμη φορά τις ιστορίες για τους βάρβαρους Τούρκους που τυραννούν τους Έλληνες στην Τουρκία; Τέτοιες αφηγήσεις πάντα τόνωναν το ηθικό αφού επιβεβαίωναν τη διαφορά των δύο λαών. Ίσως να μην ήταν τίποτα από όλα αυτά. Ίσως το παιδί να επανέλαβε μια ερώτηση που άκουγε να θέτουν οι μεγαλύτεροί του σε όσους έρχονταν από «έξω». Τέτοιες σκέψεις έκανε ο Άδωνης εκείνο το πρωινό και δεν ήταν σίγουρος για τις απαντήσεις.

*

Ό,τι κι αν ίσχυε, ο Άδωνης βρισκόταν συνεχώς σε αμηχανία από την ημέρα που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, στις 27 Ιουλίου του 1936. Πολλά άλλαξαν εκείνη την ημέρα. Είκοσι οκτώ χρόνια μετά, και ακόμη δεν είχε ξεκαθαρίσει τι συνέβη. Στην Αθήνα ήταν ένας «ξένος»· με κάποιες πολίτικες συνήθειες και διαφορετική προφορά. Αλλά πιότερα «εδώ» δεν είχε αναμνήσεις. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Πόλη. Και αυτό φαινόταν στα όνειρά του. Έβλεπε πολύ συχνά στον ύπνο του τις γειτονιές του. Από την άλλη, στην Πόλη τότε τον έβλεπαν με «κακό μάτι» οι Τούρκοι αλλά ήξεραν ποιος ήταν.

            «Ποτέ δεν με ρώτησαν “Γιατί ήρθατε;”. Αν και δεν μας ήθελαν, ήξεραν ότι ανήκουμε εκεί. Δεν μας ήθελαν, αλλά μας γνώριζαν, μας ήξεραν. Εκεί... ανήκαμε εκεί... Εδώ, δεν μας διώχνουν αλλά μας βλέπουν σαν ξένους, λες και δεν ανήκουμε εδώ.»

           «Αλήθεια, γιατί ήρθαμε;» είχαν αναρωτηθεί αρκετές φορές ο ίδιος και η Ισμήνη, ειδικά τις δύσκολες μέρες της Κατοχής. Αλλά έννοια όμως είχε η ερώτηση του Άδωνη και άλλη της Ισμήνης. Εκείνος εννοούσε «Πώς πήραμε την απόφαση να έρθουμε εδώ;». Δεν θυμόταν ακριβώς πώς κατέληξαν σε αυτή τη μεγάλη απόφαση. Εκείνη εννοούσε «Γιατί κάναμε αυτό το λάθος;».

[85 – 86] 

Το μυθιστόρημα εγώ θα το χωρίσω σε δύο ενότητες

1. Ζωή στην Πόλη και μετανάστευση

2. Εγκατάσταση και παραμονή στη νέα πατρίδα

Σε αυτές τις 2 ενότητες ακούμε και μαθαίνουμε για όλα τα ιστορικά γεγόνοτα που συνέβησαν στη Τουρκία και που επηρέασαν και άλλαξαν τη ζωή των Ρωμιών και τους οδήγησαν στη μετανάστευση. Στη συνέχεια, όταν πλέον αυτοί εγκαθίστανται στην Ελλάδα, ακούμε και μαθαίνουμε για τα γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία αυτού του τόπου τον εικοστό αιώνα.

Πέρα λοιπόν από τις οικογενειακές διαμάχες γύρω απşo την απόκτηση του Τάφου, την ανεύρεση και αποδοχή της ταυτότητας του κάθε μέλους της οικογένειας, τις απόψεις του κάθε μέλους για τους άλλους, το μυθιστόρημα είναι και μία σύντομη αλλά περιεκτική ιστορία των γεγονότων του «Εκεί» και του «Εδώ» γραμμένη γλαφυρά και ανάλαφρα.

Δεν θα σας αφηγηθώ άλλο τι συμβαίνει στη συνέχεια και πώς εξελίσσεται η ιστορία που πλέκει ο συγγραφέας με δεξιοτεχνία. Αφήνω σε σάς την απόλαυση της ανάγνωσης

Θα σας διαβάσω όμως ένα σύντομο απόσπασμα από τον μονόλογο της Πολυξένης στο τελευταίο κεφάλαιο. Αυτό το κεφάλαιο είναι από τα καλύτερα του βιβλίου για μένα.

            Η Πολυξένη εξοικειώθηκε με της θανάτους, της ταφές και της εκταφές. Δεν την εξέπλητταν πλέον αυτά. Μπορεί να μην ήταν ούτε θλίψη ούτε πόνος αυτό που ένιωθε όποτε έπρεπε να πάει στον οικογενειακό τάφο. Κάποτε, όταν ήταν πολύ νέα, δεν μπορούσε να επισκεφτεί τον τάφο του Αρίστου, ενώ τώρα πήγαινε στον δικό της τάφο σχεδόν κάθε Κυριακή. Όταν αισθανόταν της πολύ κουρασμένη, δεν έβγαινε από το σπίτι. Το 1998, στα 82 της χρόνια, είχε τελειώσει με της εκταφές. Είχαν περάσει δέκα χρόνια από την τελευταία ταφή, εκείνη της Ιόλης, και έτσι ήξερε ότι όταν η ίδια θα πέθαινε δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Θα μπορούσε να μπει και αυτή απευθείας στον τάφο της.

            Τον τάφο τον είχε σώσει! Αυτό το είχε εξασφαλίσει η Πολυξένη. Είχε πάρει την κυριότητα και ήταν πλέον ιδιοκτησία της οικογένειας. Είχε φροντίσει να αναγραφούν στο μάρμαρο της όψης τα ονόματα όλων όσοι ήταν μέσα: Άδωνης, Πηνελόπη, Ισμήνη, Ηλίας, Αχιλλέας, Αλέξανδρος, Ιόλη. Με τη σειρά που πέθαναν, όχι με τη σειρά που μπήκαν. Δίστασε για το δικό της όνομα. Θα έπρεπε να το γράψει από τώρα; Ποιος θα το φρόντιζε μετά; Κανονικά, έπρεπε να ακολουθήσει η ίδια, ήταν η σειρά της, αλλά πώς μπορούσε να είναι σίγουρη; Ποιος θα μπορούσε να την προσπεράσει; Είχαν μείνει οι νέοι. Τα ανίψια της. Αυτή η σκέψη την τρόμαζε. Ορισμένοι της οικογένειας είχαν χαθεί ή βρίσκονταν τόσο μακριά ώστε ήταν σαν να μην υπήρχαν. Και σίγουρα η τελευταία κατοικία της θα ήταν σε μια άλλη χώρα ….

            Η ιδέα του Άδωνη να έχουν έναν τάφο για όλη την οικογένεια δεν ήταν κακή αλλά στην πράξη δεν θα είχε συνέχεια επειδή η ζωή είναι απρόβλεπτη. «Απρόβλεπτη! Αυτή είναι η λέξη», σκεφτόταν συχνά η Πολυξένη. Τίποτε από όσα είχε στον νου της δεν πραγματοποιήθηκε. Άλλοτε επειδή έβγαιναν μεγάλα εμπόδια, της είχε γίνει με τη μαμζέλ Λιανοπούλου, που είχε φύγει απότομα από τη Χάλκη, και δεν μπόρεσε να μάθει πιάνο. Άλλοτε από δική της ευθύνη, επειδή, της πούμε, βιάστηκε να παντρευτεί. Πώς θα μπορούσε να είχε προβλέψει τον θάνατο του Αρίστου;

            Πόσο άλλαξε η ζωή της! Τώρα ούτε τον πόνο δεν μπορούσε να βιώσει. Όταν έχασε τον Αρίστο, θρήνησαν για τον χαμό του μαζί με τον Αλέξανδρο. Μοιράστηκαν τον πόνο αλλά και την παρηγοριά. Τώρα όλο το βάρος ήταν πάνω της ώμους της. Τι ήταν αυτό το βάρος δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Μπορεί η ευθύνη, που ήταν πλέον όλη δική της, ή τα λάθη και οι παραλείψεις της, που την παρενοχλούσαν σαν φαντάσματα, μπορεί τα χρόνια, δηλαδή το γερασμένο κορμί της. Πόσο θα ήθελε να κοιμηθεί για λίγο, της είχε κάνει κάποτε χρόνια πριν, στην πλιάν καρέκλα στο καφενείο κοντά στη βαπορόσκαλα της Χάλκης.

[191 – 193]

*

Ομιλία του Η. Μήλλα – 29.12.2018 (Στον χώρο του Εκδόσεων Γαβριηλίδη.)

Παρουσίαση της έκδοσης Του Οικογενειακού Τάφου

(Μετά από τις ευχαριστίες στην Φρόσω, στους παρευρισκόμενους και στους οικοδεσπότες.)

Ας αρχίσω με κάτι ευχάριστο, γιατί λόγω του τίτλου μπορεί να περιμένετε ότι το βιβλίο θα είναι καταθλιπτικό. Δεν είναι έτσι! Εγώ ο ίδιος αρκετές φορές γέλασα με αυτά που έγραφα. Για αυτό και δεν έβαλα μια φωτογραφία τάφου στο εξώφυλλο, αλλά την Πόλη και την Αγιασοφιά. Αλλά και αυτή η επιλογή μου να μην σας ξεγελάσει. Ο οικογενειακός τάφος είναι στην Αθήνα, στην Νέα Σμύρνη, αν και υπάρχουν τάφοι της οικογένειας και στην Πόλη.

O Fred Allen, λοιπόν, ένας αμερικανός κωμικός, γνωστός με τις ραδιοφωνικές χιουμοριστικές του εκπομπές κάποτε είχε πει: «Γιατί ένας άνθρωπος χαραμίζει ένα-δυο χρόνια από την ζωή του για να γράψει ένα μυθιστόρημα ενώ θα μπορούσε με λίγα δολάρια να αγοράσει ένα»[1] Κάποιος φίλος μού έθεσε ένα παρεμφερές ερώτημα: Γιατί έγραψες Τον Οικογενειακό Τάφο;

Αφού είχα τελειώσει την γραφή, έθεσα και εγώ την ίδια ερώτηση στον εαυτό μου. Σήμερα θα προσπαθήσω να απαντήσω σε αυτήν την δύσκολή ερώτηση. Θα αναφερθώ υποχρεωτικά στα λογοτεχνικά και μη-λογοτεχνικά κείμενα. Αλλά δεν θα αποπειραθώ να αναπτύξω θεωρίες σχετικά με την λογοτεχνία. Αυτά τα θέματα συζητιούνται αιώνες τώρα και δεν έχει επιτευχθεί μια συναίνεση για το τι είναι το ένα είδος ή το άλλο. Θα εκφέρω μόνο κάποιες προσωπικές σκέψεις.    

*

 Ο φίλος ο οποίος με ρώτησε το «γιατί» έκανε και την εξής παρατήρηση. «Εσύ», μου είπε, «χρόνια τώρα γράφεις και εκδίδεις τις απόψεις σου. Γιατί κατέφυγες σε ένα λογοτεχνικό κείμενο;» Πριν να γράψω τον μύθο για τον «τάφο» απλώς ήθελα να τον γράψω. Μετά που τελείωσα και μετά από μια ενδοσκόπηση, τώρα σκέφτομαι τα εξής.

Έχω εκδώσει πάνω από δέκα βιβλία και πάνω από χίλια άρθρα που καλύπτουν διάφορα θέματα, όπως ιστορία, πολιτικές θέσεις, κριτικές λογοτεχνικών κειμένων, κ.α. Αλλά, αρκετές φορές έγραψα για πολύ προσωπικά θέματα. Π.χ., τα οικογενειακά προβλήματα που βιώσαμε στην Πόλη ως μειονότητα. Και στα απομνημονεύματά μου – αυτά δεν έχουν ακόμη εκδοθεί – μιλώ για πολλά προσωπικά θέματα, όπως τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια όπου επικρατούσε αναβρασμός.

Παρόλο αυτά είχα το αίσθημα ότι κάτι δεν είχε ειπωθεί. Τι ήταν αυτό; Με βεβαιότητα δεν ξέρω, αλλά επανερχόταν μια επιθυμία να γράψω ένα «λογοτεχνικό κείμενο»! Τώρα βλέπω ότι όταν έγραφα «μη-λογοτεχνικά κείμενα» κάπου υπαινισσόμουν ότι έθετα απόψεις που άπτονται κάποιας αλήθειας, κάποιας ερμηνείας της πραγματικότητας. Έθετα το σωστό που πίστευα.

Στο μυθιστόρημα, στις τελευταίες σελίδες η Πολυξένη, γριά πια, σκέφτεται: «Το ‘πρέπει’ είναι το σωστό των άλλων, το δικό μας το σωστό είναι αυτό που θέλουμε, αυτό που προτιμάμε και αυτό που θα μας κάνει να χαιρόμαστε την ευτυχία μας.» Πόσο διαφορετική και αιρετική είναι αυτή η θέση και πόσο διαφορετική από αυτά που έγραψα μέχρι τώρα! Πώς μου ήρθε και το έγραψα;

Τώρα σκέφτομαι ότι μια δυνατότητα της λογοτεχνίας είναι ότι κινείται σε παιδία εκτός της πραγματικότητας και της αλήθειας. Αυτό της παρέχει μια άλλη δυναμική και ένα μεγαλύτερο εύρος επικοινωνίας. Με την μεγάλη ελευθερία έκφρασής της, εισχωρεί σε χώρους που δεν μπορούν και δεν ενδιαφέρονται να εισχωρήσουν η «επιστήμη» και ο λεγόμενος «ορθός λόγος». Δεν έχει τους περιορισμούς του ορθού λόγου.

Αυτό το «διαφορετικό» μπορεί να είναι οι απόψεις, οι σκέψεις, τα αισθήματα, οι φόβοι, η ελπίδα, ο πόνος, και αυτού του είδους τα βιώματα που ένα μη-λογοτεχνικό κείμενο δεν μπορεί να εκφράσει. Και ειδικά αυτά δεν μπορεί να τα μεταδώσει.

Ζούμε σε μια εποχή όπου φιλοσοφικά η «αλήθεια» και η «πραγματικότητα» αμφισβητούνται. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η εποχή του Ρομαντισμού. Εννοώ ότι σήμερα διανύουμε τη λεγόμενη «μεταμοντέρνα» εποχή. Αλλά αυτήν την φορά όχι σαν ένα ξέσπασμα των ακραίων συναισθημάτων αλλά ως μια προσεκτική κριτική και αναζήτηση της κοινωνικής συμβατικότητας.

Η μεταμοντέρνα προσέγγιση χαρακτηρίζεται από ένα γενικό σκεπτικισμό και μια ειρωνεία. Είναι σαν να θέλει να δει τι υπάρχει πέρα από τις ιδεολογίες και τα πιστεύω που με μεγάλη βεβαιότητα οι άνθρωποι μέχρι σήμερα ακολούθησαν. Η μεταμοντέρνα σκέψη αμφισβητεί τις μεγάλες αλήθειες του Διαφωτισμού – και πώς να μην το κάνεις αυτό όταν βλέπεις ότι στις μέρες μας οι εκλέκτορες των Τραμπ, των Ερντογάν και των δικών μας, απέχουν τόσο από τον ορθολογισμό και ότι είναι τόσο θυμικοί;

Είχαμε επενδύσει στην λογική και τώρα αυτή η λογική μας πιέζει να δούμε τι κρύβεται πίσω από τις συμβατικές αλήθειές μας. Θα μπορούσαμε να εκφράσουμε αυτούς τους προβληματισμούς με την φιλοσοφία, αλλά ένα λογοτεχνικό κείμενα καλύπτει επιπλέον και θέματα άγχους, φόβου, ελπίδας και άλλων τέτοιων φαινομένων. Υποπτεύομαι ότι για αυτούς τους λόγους κατέφυγα στη λογοτεχνία.

Χρειαζόμαστε άλλα εργαλεία για να ερμηνεύσουμε το γιατί ο κόσμος μας είναι έτσι όπως είναι. Και για να εκφραστούμε απέναντι σε αυτόν τον κόσμο. Η παραδοχή ότι ό άνθρωπος είναι ένα λογικό ον δεν ευσταθεί. Υπάρχουν πλέον πολλές έρευνες που δείχνουν ότι η σχετικότητα των αξιών είναι ο κανόνας. Και σε όλα αυτά ο λογοτεχνικός λόγος προσφέρεται να εκφράσει αυτό το νέο.

Με αυτό δεν εννοώ ότι κάθε λογοτεχνικό κείμενο εκπληρώνει αυτόν τον σκοπό. Λέγω ότι αυτός ο σκοπός εκπληρώνεται καλύτερα μέσα από την λογοτεχνία.

Ας ορίσω όμως τι δεν εννοώ εγώ με τις έννοιες «λογοτεχνικά» και «μη-λογοτεχνικά» κείμενα. Δεν είναι η φόρμα, π.χ., το ποίημα, το διήγημα ή το μυθιστόρημα από την μία, και τα ιστορικά, τα δημοσιογραφικά ή επιστημονικά κείμενα από την άλλη. Ένα ιστορικό μυθιστόρημα ή ένα ποίημα του μεσαίωνα που αφηγείται ιστορικά γεγονότα – π.χ., το Χρονικόν του Μορέως - κάποτε είναι πιο κοντά στην ιστοριογραφία και ένας πολιτικός λόγος – π.χ., ο Επιτάφιος του Περικλή – είναι πλησιέστερα στη λογοτεχνία.

Ένα τέτοιο αρνητικό ορισμό – τι δεν είναι - κάνει και ο Αριστοτέλης, αιώνες πριν, στην Ποιητική του. Γράφει για τον ποιητή σε αντιπαράθεση με τον ιστορικό - εμείς μπορεί να διαβάσουμε το σχετικό χωρίο ως «λογοτεχνικό» κα «μη» λόγο:

[1451b] Ο ιστορικός και ο ποιητής δεν διαφέρουν μεταξύ τους κατά το ότι ο ένας μιλάει έμμετρα και ο άλλος δίχως μέτρο· [θέλει να πει δεν είναι η φόρμα που μετράει] η διαφορά τους βρίσκεται στο ότι ο ένας μιλάει για όσα συνέβησαν στο παρελθόν [δηλαδή τα συγκεκριμένα και πραγματικά γεγονότα], ενώ ο άλλος για όσα θα ήταν αναμενόμενο να συμβούν. Αυτός είναι και ο λόγος που η ποίηση έχει μέσα της σε μεγαλύτερο βαθμό φιλοσοφικά χαρακτηριστικά, και είναι πιο σημαντική από την ιστορία [σήμερα λέμε ιστοριογραφία]… η ποίηση μιλάει πιο πολύ για τα «καθόλου», ενώ η ιστορία για τα ατομικά και τα «επιμέρους»;[2] 

Στα αρχαία, για τους όρους «καθόλου/επιμέρους» ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τις λέξεις «τα καθόλου/τα καθ’έκαστον» και οι σύγχρονοί μελετητές στα αγγλικά μεταφράζουν αυτές τις λέξεις ως «universals/singulars”. Με αυτά εννοούν ότι η λογοτεχνία εκφράζει όχι αυτό που συνέβη, αυτό που φαίνεται και που μελετάμε, αλλά αυτό που υπάρχει πέρα από τα φαινόμενα, την «οικουμενικότητα», την «ουσία» αν προτιμάτε.

Δηλαδή, με άλλα λόγια, έχουμε, από την μία, τα χειροπιαστά γεγονότα, τα επιμέρους / τα καθ’έκαστον, αυτά που θα μπορούσαν να είναι αντικείμενο έρευνας και που θα μας οδηγούσαν σε κάποιες (επιστημονικές) «αλήθειες» και στην «πραγματικότητα». Από την άλλη έχουμε «τα καθόλου». Τι είναι όμως αυτά «τα καθόλου» - τα universals – οι γενικές έννοιες και οι άλλες αλήθειες που εκφράζουν η ποίηση και ο λογοτεχνικός λόγος γενικότερα;

Δεν εννοώ ότι ο Αριστοτέλης έχει απόλυτο δίκιο στην αξιολόγηση που κάνει. Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν πανανθρώπινες ή οικουμενικές αλήθειες που μόνο ο ποιητής ή ο λογοτέχνης μπορεί να προσεγγίσει. Κάθε άλλο. Τρέφω μεγάλο σεβασμό στην επιστήμη που προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από την υποκειμενικότητα των ανθρώπων. Και πιστεύω ότι το λογοτεχνικό κείμενο δεν εκφράζει πάντα τις μεγάλες αλήθειες.

Αλλά εκφράζει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου πολύ καλά. Λέγω ότι πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ότι ο λογοτεχνικός λόγος εκφράζει κάτι που δεν μπορεί να υπάρξει στον πεζό και ορθολογικό λόγο. Και έτσι έγραψα αυτό το μυθιστόρημα.

Ένα λογοτεχνικό κείμενο είναι προϊόν μιας αρκετά ελεύθερης έκφρασης. Γράφεις ότι σου κατέβει! Σκιαγραφείς τον κόσμο όπως τον θέλεις και όπως τον φαντάζεσαι. Τα «καθόλου» είναι σύμβολα, γενικότητες, έννοιες που διαισθανόμασταν, είναι ακόμη και στερεότυπα. Για αυτό μπορεί να είναι και τελείως το αντίθετο από αυτό που λέμε «πραγματικότητα». Αλλά αυτά τα σύμβολα είναι πραγματικά ως προς τον εσωτερικό κόσμο του συγγραφέα. Είναι ο δικός του κόσμος, και ας είναι φαντασιακός, τελείως προσωπικός και αποκομμένος από τον πραγματικό έξω κόσμο.

Αυτά είναι τα μειονεκτήματα του μύθου, του κόσμου του ποιητή και του καλλιτέχνη. Αλλά από την άλλη εκφράζει απόψεις και αισθήματα που η «επιστήμη» ούτε θέλει ούτε μπορεί να προσεγγίσει. Ο δε αναγνώστης – ο ικανός αναγνώστης - διαβάζει και ερμηνεύει το κείμενο και αυτός όπως αυτός θέλει. Με τη σειρά του ζει και αυτός την δική του υποκειμενικότητα. Αμφιβάλλω αν υπάρχει ένας αντικειμενικός τρόπος επικοινωνίας του αναγνώστη με το συγγραφέα.

Αλλά αυτή η ελευθερία έκφρασης που παρέχει ο καλλιτεχνικός λόγος προδίδει τον συγγραφέα. Χρησιμοποιώ τη λέξη «προδίδει» επειδή το κείμενό του φέρνει στην επιφάνεια τις «αλήθειές του» που ούτε ο ίδιος έχει συνειδητοποιήσει καθώς έγραφε. Η δυνατότητα να εκφραστεί χωρίς τους κανόνες που απαιτεί ο ορθολογικός λόγος – συνέπεια, αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τα λεγόμενα, έλλειψη αντιφάσεων – έχει ως αποτέλεσμα να πει αυτά που δεν εκφράζονται αλλιώς παρά σκιαγραφώντας ένα νέο κόσμο που λέγεται ποίημα, μυθιστόρημα ή κάτι ανάλογο.    

Σήμερα μπορούμε μέσα από ένα λογοτεχνικό κείμενο να εισχωρήσουμε στον κόσμο του δημιουργού του. Κάποτε αυτός ο κόσμος μας ελκύει, κάποτε μας απωθεί και άλλοτε μας αφήνει αδιάφορους. Αλλά για μένα το πιο ενδιαφέρον είναι ότι μπορώ να ανακαλύψω και τον εαυτό μου καλύτερα διαβάζοντας το δικό μου μυθιστόρημα αφού το έχω τελειώσει. Το διάβασα για να δω τελικά τι έγραψε ο Ηρακλής Μήλλας, τι είδους εσωτερικό κόσμο έχει αυτός ο άνθρωπός;

*

Εγώ κατέληξα στο εξής. Το κείμενο αυτό κινείται σε τρείς άξονες. Ο ένας είναι η καθημερινότητα των ηρώων. Οι χαρές και οι λύπες, οι έρωτες, οι θάνατοι, οι φόβοι και άλλα τέτοια πανανθρώπινα φαινόμενα. Αυτά βεβαίως δεν είναι ανεξάρτητα από τον εσωτερικό κόσμο του γράφοντος. Τον εκφράζουν και καθρεφτίζουν τον κόσμο του.

Ο δεύτερος άξονας είναι ότι μέσα από την ιστορία των μελών μιας οικογένειας που ξεκινούν από την Κωνσταντινούπολη και καταλήγουν στην Αθήνα, διαβάζουμε κατά κάποιο τρόπο την σύγχρονη ιστορία της Ρωμιοσύνης της Κων/πολης. Βέβαια πάντα όπως ο συγγραφέας την αντιλαμβάνεται.

Ο τρίτος άξονας θα μπορούσε να είναι οι προβληματισμοί των ταυτοτήτων. Ποιοι ήμαστε, τι νομίζουμε ότι ήμαστε και γιατί είμαστε αυτό που ήμαστε, τι νομίζουν οι άλλοι για μας, και τα παρεμφερή. Αυτό είναι και επίσημα δηλωμένο ως ένα επιστημονικό ενδιαφέρον του Ηρακλή Μήλλα.

Τελικά, όπως συμβαίνει με αυτού του είδους τα κείμενα, είναι φυσικό το βιβλίο να έχει ένα αυτοβιογραφικά υπόβαθρό. Στον πρόλογο γράφω:

Αυτή η ιστορία αναφέρεται σε έναν μόνο άνθρωπο. [Σε εμένα!]Αλλά όπως συμβαίνει πάντα το άτομο στην πορεία διαφοροποιείται και οι πολλές του όψεις λειτουργούν ως πολλά πρόσωπα. Έτσι και εδώ ο ένας φέρεται σαν πολλοί χαρακτήρες: νέοι, γέροι, άνδρες, γυναίκες, με διαφορετικές θρησκείες, γλώσσες, κ.α. 

Υπάρχουν όμως και αρνητικοί χαρακτήρες. Αυτοί πώς σχετίζονται με τoν συγγραφέα; Ο Κίμων, ένας από τους ήρωες του μυθιστορήματος λέει: «Οι άνθρωποι την ταυτότητά τους την καθορίζουν σύμφωνα με τον άλλο … Είπε τί δεν είναι η γιαγιά για να τονίσει τί είναι» 

Αλλά οι χαρακτήρες είναι όλοι δικά μου δημιουργήματα, όπως εγώ έκρινα ότι θα είναι και ότι θα πρέπει να είναι, και πάντα φαντασιακοί. Αλλά για μένα ταυτόχρονα πολύ πραγματικοί, με την έννοια που θα έδινε ο Αριστοτέλης.

Όταν είδα τι έχω γράψει και ποια θέματα προέβαλα κατάλαβα ότι θα πρέπει να είμαι βασικά ένας Κωνσταντινουπολίτης, αν και με αρκετές κριτικές διαθέσεις. Δεν ήξερα ότι είμαι σε αυτόν τον βαθμό. Ούτε και ότι οι ταυτότητες με απασχολούν τόσο. Ένα τέτοια κείμενο προσφέρεται και για ψυχανάλυση. Βγάζεις αυτά που ούτε υποψιάζεσαι. Έναν εσωτερικό κόσμο. Εσείς, οι αναγνώστες μπορείτε να δείτε τελείως άλλα πράγματα- σύμφωνα με τον δικό σας εσωτερικό κόσμο.

*

Θα τελειώσω με μια ρήση του Μεβλάνα, κάτι που είπε 600 χρόνια πριν. Με αυτό θέλω να πω ότι είναι πολύ δύσκολο να πει κανείς κάτι τελείως νέο, σχεδόν όλοι οι σημερινοί προβληματισμοί ενόχλησαν και τις παλαιότερες γενεές. Είπε ο Μεβλάνα, με ένα σαφή ποιητικό λόγο:

Υπάρχει ένας χώρος πέρα από τη γνώμη μας για το τι είναι το σωστό και το λάθος. Εκεί θα σας συναντήσω. Όταν η ψυχή θα απλωθεί μέσα στα χόρτα, θα δείτε ότι ο κόσμος δεν χρειάζεται τη γνώμη σας για το σωστό και το λάθος.[3]

***


[1] «I can't understand why a person will take a year or two to write a novel when he can easily buy one for a few dollars.» Gerald Donaldson, Books: Their History, Art, Power, Glory, Infamy and Suffering According to Their Creators, Friends and Enemies, 1981.

[2] [9] Από όσα έχουμε πει έγινε επίσης φανερό ότι έργο του ποιητή δεν είναι να μιλάει για όσα συνέβησαν στο παρελθόν, αλλά γι᾽ αυτά που θα ήταν αναμενόμενο να συμβούν, γι᾽ αυτά δηλαδή που θα ήταν δυνατό να συμβούν σύμφωνα με ό,τι είναι λογικά πιθανό και σύμφωνα με ό,τι επιβάλλεται στον άνθρωπο κατανάγκην. Γιατί [1451b] ο ιστορικός και ο ποιητής δεν διαφέρουν μεταξύ τους κατά το ότι ο ένας μιλάει έμμετρα και ο άλλος δίχως μέτρο (το έργο, πράγματι, του Ηρόδοτου θα μπορούσαμε να το βάλουμε σε έμμετρο λόγο, πάλι όμως θα ήταν ένα είδος ιστορίας, το ίδιο με ή χωρίς μέτρο)· η διαφορά τους βρίσκεται στο ότι ο ένας μιλάει για όσα συνέβησαν στο παρελθόν, ενώ ο άλλος για όσα θα ήταν αναμενόμενο να συμβούν. Αυτός είναι και ο λόγος που η ποίηση έχει μέσα της σε μεγαλύτερο βαθμό φιλοσοφικά χαρακτηριστικά, και είναι πιο σημαντική από την ιστορία· πώς αλλιώς, αφού η ποίηση μιλάει πιο πολύ για τα «καθόλου», ενώ η ιστορία για τα ατομικά και τα επιμέρους; Μιλώντας για «καθόλου» εννοούμε: ο τέτοιας ή τέτοιας λογής άνθρωπος τι λογής πράγματα είναι πιθανό να λέει ή να κάνει ή τι λογής πράγματα δεν μπορεί παρά να λέει ή να κάνει· αυτό επιδιώκει η ποίηση, δίνοντας στη συνέχεια ονόματα στους χαρακτήρες. Λέγοντας «ατομικά και επιμέρους» εννοούμε τι έπραξε ο Αλκιβιάδης ή τι του συνέβη.

Και στα αρχαία: [[IX] Φανερὸν δὲ ἐκ τῶν εἰρημένων καὶ ὅτι οὐ τὸ τὰ γενόμενα λέγειν, τοῦτο ποιητοῦ ἔργον ἐστίν, ἀλλ᾽ οἷα ἂν γένοιτο καὶ τὰ δυνατὰ κατὰ τὸ εἰκὸς ἢ τὸ ἀναγκαῖον. ὁ γὰρ [1451b] ἱστορικὸς καὶ ὁ ποιητὴς οὐ τῷ ἢ ἔμμετρα λέγειν ἢ ἄμετρα διαφέρουσιν (εἴη γὰρ ἂν τὰ Ἡροδότου εἰς μέτρα τεθῆναι καὶ οὐδὲν ἧττον ἂν εἴη ἱστορία τις μετὰ μέτρου ἢ ἄνευ μέτρων)· ἀλλὰ τούτῳ διαφέρει, τῷ τὸν μὲν τὰ γενόμενα λέγειν, τὸν δὲ οἷα ἂν γένοιτο. διὸ καὶ φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν· ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ᾽ ἱστορία τὰ καθ᾽ ἕκαστον λέγει. ἔστιν δὲ καθόλου μέν, τῷ ποίῳ τὰ ποῖα ἄττα συμβαίνει λέγειν ἢ πράττειν κατὰ τὸ εἰκὸς ἢ τὸ ἀναγκαῖον, οὗ στοχάζεται ἡ ποίησις ὀνόματα ἐπιτιθεμένη· τὸ δὲ καθ᾽ ἕκαστον, τί Ἀλκιβιάδης ἔπραξεν ἢ τί ἔπαθεν.]

[3] Yanlış ve doğru hakkındaki fikirlerimizin ötesinde bir alan var. Sizinle orada buluşacağım. Ruh, çimenlerin arasına uzandığında, dünyanın doğruyanlış fikirlerinize ihtiyacı olmadığını göreceksiniz.” Μεβλάνα.  

 

 

Your are currently browsing this site with Internet Explorer 6 (IE6).

Your current web browser must be updated to version 7 of Internet Explorer (IE7) to take advantage of all of template's capabilities.

Why should I upgrade to Internet Explorer 7? Microsoft has redesigned Internet Explorer from the ground up, with better security, new capabilities, and a whole new interface. Many changes resulted from the feedback of millions of users who tested prerelease versions of the new browser. The most compelling reason to upgrade is the improved security. The Internet of today is not the Internet of five years ago. There are dangers that simply didn't exist back in 2001, when Internet Explorer 6 was released to the world. Internet Explorer 7 makes surfing the web fundamentally safer by offering greater protection against viruses, spyware, and other online risks.

Get free downloads for Internet Explorer 7, including recommended updates as they become available. To download Internet Explorer 7 in the language of your choice, please visit the Internet Explorer 7 worldwide page.